Κατεβαίνω για πρωινό κοιτάζοντας τα πορτραίτα των τριών Magister Magnus, αλλά στέκομαι παραπάνω εμπρός στον Petrus Raimondus Zacosta, εμπρός σε εκείνα τα ατσάλινα μάτια, το σουβλερό γένι το χιλοπιτσιλισμένο με αίμα, το μαύρο ιερατικό ρούχο με τον κόκκινο γοτθικό σταυρό κατάστηθα, αυτόν με τις αιχμές στις κεραίες: ιερέας, ιππότης, φονιάς, κυβερνήτης, μύθος, είμαι στην πόλη του έξι αιώνες μετά. Εκείνος μια σκιά πάνω στα οικόσημα της «Auberge de France” , ένα τραύλισμα του αέρα στο παλάτσο της Καστελλανίας και στην Παναγία του Μπόργκου, ένα τίποτα. Δεν είναι αυτή η πόλη των Ιπποτών, δεν είναι αυτό το νησί των Ιπποτών. Όχι. Είναι μόνο το νησί του θεού Ήλιου, του ανίκητου, απέραντου, ακατάβλητου βασιλιά της ζωής. Μόνο εδώ λατρεύτηκε τόσο πολύ. Με εκτυφλωτικής ομορφιάς ναούς και αγάλματα, με γιορτές που θυσίαζαν καστανά κριάρια και λευκά άλογα, με αγώνες και έπαθλο ένα στεφάνι από χλωρά κλαριά λεύκας. Μόνο εδώ ο Ήλιος δοξάστηκε με τέτοια υπέρτατη ιερότητα. Ίσως γιατί μόνο εδώ το φως εξελίσσεται σε ένα μιράζ από χρώματα που ξεπλένει τους όγκους των πραγμάτων και τους δίνει μια ανυπέρβλητη χάρη και ψυχή. Και δίνει και στους θνητούς μια ψευδαίσθηση αθανασίας…

Απέναντι από το παράθυρό μου, στο Grande Albergo delle Rose -το χωρίς την αραμπέσκ διακόσμηση του Michele Petracco – βρίσκεται μια μελανιασμένη από τον αέρα θάλασσα και ένα χαριτωμένο μικρό κροκί κτήριο, χτισμένο μέσα σε ένα αρχαίο κήπο οθωμανικά επιτύμβια γλυπτά, πικροδάφνες και ευκάλυπτους. Είναι η βίλλα Κλεόβουλος, εδώ που έζησε το 1945 και για δυο χρόνια ένας από τους δικούς μου Θεούς της λογοτεχνίας, ο Lawrence Durell, το καιρό που η Ρόδος ήταν υπό Βρετανική κατοχή. Ταξιδεύω ασφαλώς με τον καρπό εκείνων των χρόνων του στη Ρόδο, με το “Reflections on a marine Venus” στο σάκο μου. Ήταν αδύνατο να κρύψω τη συγκίνηση μου όταν κατάλαβα πως το άγαλμα που ερωτεύτηκα στο παλιό Νοσοκομείο των Ιπποτών είναι η ίδια Αφροδίτη του Durrell: “»Το θαλασσινό νερό την είχε γλύψει επί αιώνες αφήνοντας ανέπαφα ελάχιστα από τα χαρακτηριστικά που της έδωσε η σμίλη, Είναι σαν να φτιάχτηκε από κερί , σαν να την πέρασαν γρήγορα με μια φλόγα δυνατή ώστε να αμβλύνει τα χαρακτηριστικά της χωρίς να τα αλλοιώσει. Έχει θυσιάσει την αρχική της ωριμότητα για μια ξανακερδισμένη νιότη…». Την κοιτάζω μουδιασμένος, η καμπύλη του εφηβαίου μου φέρνει ζαλάδα…

Όμως ο αέρας συνέχιζε να φυσάει ολόδροσος στις φοινικιές των πάρκων, θρυμματίζει τον καστανό ψαμμίτη των εκθαμβωτικών μεγάρων της Ιταλοκρατιας, τα οποία πεισματικά κρατάνε το μεγαλόπρεπο όραμα του Mario Lago και την στυφή αυστηρότητα του δυσκοίλιου Dei Vecci, κουνάει τις παντιέρες στα μικρά καΐκια στο Μανδράκι, βουίζει μέσα στα φύλλα ενός πελώριου φίκου στην πλατεία, και περιμένει τον ήλιο να δύσει πίσω από το Monte Forte. Είναι η καλύτερη ώρα της πόλης, το ωραιότερο δειλινό της Μεσογείου σύμφωνα με τους παλιούς περιηγητές του Μεσαίωνα …«όλη η οδός των Ιπποτών είχε πάρει φωτιά, τα περιγράμματα των σπιτιών έμοιαζαν να κατσαρώνουν σαν το χαρτί που καίγεται καθώς ο ήλιος συνέχιζε την καθοδική του πορεία από πάνω μας και πίσω από το σκοτεινό λόφο οι τόνοι του ροζ και του κίτρινου άρχισαν να πυκνώνουν , από γωνιά σε γωνιά, από αέτωμα σε αέτωμα…».

Χάνομαι, πλάνης και ανέστιος στην πόλη του Ανίκητου Ήλιου σαν να ήταν η πρώτη φορά. «Το σκοτάδι με χρωστάει στο φως» σκέφτομαι, και καταπίνω λαίμαργα μεγάλες κουταλιές ομορφιάς, με μια ανεμελιά εντελώς πρωτόγνωρη.
Όλα είναι ζήτημα φωτός, ασφαλώς…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.