Στον κόσμο του Παπαδιαμάντη θρησκεία σημαίνει πάνω απ’ όλα να βρίσκεσαι με τους συνανθρώπους σου. Το να συμμετέχεις δε στις ορθόδοξες λειτουργίες του Πάσχα με τους ομόδοξους συμπατριώτες σου σημαίνει για τον Σκιαθίτη ότι είσαι κι εσύ δικός τους και κοινωνείς μαζί τους την αναστάσιμη χαρά. Σε κανένα άλλο πασχαλινό διήγημα του δεν φαίνεται αυτό περισσότερο παρά στον «Αλιβάνιστο».
Βρισκόμαστε στην βορειοανατολική Σκιάθο, στις κατάφυτες πλαγιές του βουνού πάνω από την γραφικότατη αμμουδιά του Μικρού Ασέληνου, κάτω από την κορφή Κονίστρες. Ο παπά-Γαρόφαλος ο Σωσμένος έρχεται από την πόλη να κάνει Ανάσταση και Πάσχα με τους ποιμένες των γύρω ερημιών στο μικρό εκκλησάκι του Άη Γιάννη στον Ασέληνο. Μικρή ομάδα από ευσεβείς γυναίκες της Σκιάθου πεζοπορούν απόγευμα Μεγάλου Σαββάτου με τις προμήθειες τους για να γιορτάσουν κι αυτές την Πασχαλιά στον Αη Γιάννη. Οι γυναίκες διασχίζουν ένα από τα ομορφότερα δάση του νησιού «..Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δυο ράχεις ένθεν και ένθεν της κοιλάδας. Κάτω εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζαν ανήλια συμπλέγματα , όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ευτυχώς το δάσος ενομιζετο κοινώς ως στοιχειωμένον, άλλως θα το είχε καταστρέψει κι αυτό προ πολλού ο πέλεκυς του υλοτόμου…».
Μέσα στην οργιαστική αυτή ανοιξιάτικη φύση της Σκιάθου, και πριν οι πανηγυριστές συγκεντρωθούν για την Ανάσταση, ο Παπαδιαμάντης βάζει επί σκηνής τον τρομερό «Αλιβάνιστο». Ποιος είναι αυτός? Ένας από τριακονταετίας ερημίτης, ένας αναχωρητής μπαρμπά Κόλλιας που ζει σε μια σπηλιά βόσκοντας λίγα γίδια. Και γιατί δεν τον λέει «ερημίτη» ο Παπαδιαμάντης? Μα γατί το σημαντικότερο στοιχείο της αποξένωσής του από την Σκιαθίτικη κοινωνία είναι ότι δεν πατάει σε εκκλησία: είναι ένας «Αλιβάνιστος»!
«Ο γέρων εφαίνετο αληθινός λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν κόμην μαύρην ακόμη και ψαρά, σγουρά γένια..». Η συντροφιά των βοσκών του Μεγάλου Σαββάτου αναγκάζει τον Αλιβάνιστο να μείνει μαζί τους να κάνει Πασχαλιά, ο παπά Γαρόφαλος τον νουθετεί «έλα να παρεις ευλογία παιδί μου, να μοσκοβολήσ’ η ψυχή σου! Έλα να απολάψεις τη χαρά του Χριστού μας!». Και ο Αλιβάνιστος μένει και μπαίνει στο ναό του Αη Γιάννη «όστις ήστραπτεν από κοσμιότητα και καθαριότητα». Και πριν κάτσουν στο πασχάλιο γλέντι με τα σουβλιστά αρνιά ο μπαρμπά Κόλλιας λέγει πλέον «Χριστός Ανέστη βρε! Δεν είμαι Αλιβάνιστος…».
Ξημερώνει Πασχαλιά μέσα στα Σκιαθίτικα δάση, τα πουλιά αρχίζουν να κελαηδούν και στη βρύση του Δασκαλειού «όλος ο βράχος άνωθεν στάζει ωσάν από ρευστούς μαργαρίτας και το γλυκό κελάρυσμα του νερού αναμειγνύεται με το λάλον μινύρισμα των κοσσύφων»….
Πως να μη δροσίζεται η ψυχή σου έτσι?
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.