Ήταν ένα εκπληκτικό καλοκαίρι… Κι εκείνες οι ημέρες του Αυγούστου στην Ίο χωρίς καθόλου μελτέμι… Η ξύλινη βάρκα με την ελεεινή μηχανή σταμάτησε σε μια ερημιά που την λένε Κάστρο. Σήμερα την λένε και Παλαιόκαστρο. Η ακτή είναι σταχτοπράσινα βράχια από σχιστόλιθο. Ερημιά να σου μαγκώνει την ψυχή. Κάστρο δεν υπάρχει εκεί ωστόσο. Το κάστρο βρίσκεται 350 μέτρα ψηλότερα, ένα βενετσιάνικο ρημάδι σε μια ποιητική τοποθεσία με υπέροχη θέα… Οι δυο φίλοι ετοιμάστηκαν….
Ήταν μακριά από την Ψάθη, όπου έμεναν. Φαινόταν. Ο ένας το τόνισε. Ο άλλος όμως επέμενε. Θα μας πάει η βάρκα και θα γυρίσουμε κολυμπώντας. Τόπος μας η ανατολική Ίος. Η βάρκα ενός γνωστού τους πήγε και τους άφησε στις εννιά το πρωί. Ξεκινήσανε το πετάλι (δηλαδή το κολύμπι με τα μακριά τους πτερυγια…) για πίσω ψαρεύοντας. Αυτό ήταν το πλάνο, να επιστρέψουν κολυμπώντας και ψαρεύοντας. Μέχρι το μεσημέρι ουδέν αξιόλογο συνέβη, ψάρια γιοκ, μόνο αργό και πληκτικό κολύμπι.
Από τι μια και μετά άρχισε η κόλαση. Όλες οι τρύπες αίφνης γέμισαν μελανούρια και σαργούς, ψάρια σε τερατώδη μεγέθη και ποσότητες. Και ούγενες και μπάφες και κακαρέλους και σηκιούς και χταπόδια και μικρούς ροφούς (κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί τους, με τόσα ασημόψαρα σε αφθονία..). Άρχισε ο πόλεμος. Το απόγευμα οι σημαδούρες είχαν μισοβυθιστεί, από το φόρτωμα, τα ψάρια ήταν πολλά, μεγάλα και λαχταριστά… Έφταναν να τραπεζώσουν κόσμο, να βάλουν λίγα στο ψυγείο και να στείλουν στις οικογένειές τους…. Σπάνια και εντυπωσιακή ψαριά…
Όμως έπρεπε να επιστρέψουν…
Παράτησαν το ψάρεμα και άρχισαν πιο χοντρά τις πεταλιές. Τότε κατάλαβαν πόσο μακριά ήταν από την παραλία τους. Άρχισαν να κρυώνουν. Πήγε σχεδόν οχτώ η ώρα. Ήταν δεδομένο ότι θα έφταναν νύχτα. Αν έφταναν. Και ξαφνικά η τύχη τους χαμογελάει. Σε ένα ορμίσκο βλέπουν ένα καΐκι έτοιμο να φύγει. Του κάνουν νόημα και έρχεται. Τον παρακαλάνε να τους μαζέψει και φεύγοντας και να τους ρίξει έξω από τη παραλία τους. Ήταν ένα καλυμνιώτικο παραγαδιάρικο καϊκι, από αυτά που ξεκαλοκαιριάζουν στις Κυκλάδες και πουλάνε μπαρμπούνια και αστακούς στη Σαντορίνη. Ο τύπος είπε ναι, και τους ανεβάζει. Βλέπει στολές και αρχίζει το δούλεμα
-Ρε παιδιά πιάσατε τίποτα, ρωτάει ο αρχηγός, καθώς οι δυο φίλοι, καθιστοί στην κουπαστή μάζευαν τα κορδόνια με τις σημαδούρες.
-Ε κάτι ψιλά λέει ο ένας.
-Μπα τι να πιάσατε εδώ; λέει ο κάπταιν Νέμο. Εδώ δεν έχει τίποτα ρε αγόρια… και γέλασε με μια δόση καραβίσιας ειρωνείας.
Αμέσως μετά οι σημαδούρες έχουν συρθεί κάτω από την κουπαστή και με μια αποφασιστική κίνηση των δυο ψαροκυνηγών ανεβαίνουν και πέφτουν και οι δύο με πάταγο στην κουβέρτα. Γέμισε ο τόπος ασήμι (εντάξει ήταν μακελειό!), οι γαιδουροσαργοί και τα χοντρομελάνουρα άστραφταν στο τελευταίο φως του αυγουστιάτικου δειλινού. Ακούστηκε ένα “πω..πω..πω…” Και ο τύπος κατάπιε τη καλυμνιώτικη γλώσσα του. Ρώτησε μόνο από που είναι τα παιδιά.
-Πειραιώτες απάντησαν με ένα στόμα.
Ήταν νύχτα όταν τους έριξε ανοιχτά από την Ψάθη – ένεκα οι ξέρες – για να φτάσουν κολυμπώντας στην παραλία τους. Τον καληνύχτισαν, έριξαν τις σημαδούρες στο νερό και βούτηξαν. Κολύμπησαν σέρνοντας τις ασημένιες λάμψεις που φωσφόριζαν αφήνοντας τον καϊκτσή με ένα τεράστιο υπαρξιακό κενό.
Ξέρω τι σκέφτεστε. Κι εγώ το ίδιο. Ανέκαθεν ο Πειραιάς έβγαζε σπουδαίους ψαράδες και θαλασσινούς. Ο γράφων ως γέννημα θρέμμα Πειραιώτης απευθύνει το Χαίρε στους δυο λεβέντες και άμποτε να βουτήξει μαζί τους στα γαλανά νερά της Ίου.
Σαργούς μπορεί να μην βρούμε.
Καλύμνιους όμως θα βρούμε σίγουρα…
Που βρίσκομαι?
Στην Ίο πριν πολλά χρόνια… Στον οικισμό της Ψάθης πάει πλέον ασφαλτόδρομος, ενώ στο Παλαιόκαστρο καταλήγει δρόμος και σύντομο μονοπάτι.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.