Ένα πλοίο του ελληνικού πολεμικού ναυτικού σκίζει τα νερά του Ατλαντικού, ναύτες και υπαξιωματικοί καπνίζουν στο επίστεγο κοιτάζοντας στοχαστικά το δειλινό, μπρος σε ένα απέραντο ορίζοντα που στις άκρες του καμπυλώνει… Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι καλά αυτή τη σκηνή. Ανοίγω ξανά τα μάτια μου. Δεν ονειροπολούσα. Απλώς διάβαζα το «1900»…
Το «1900» είναι ένα βιβλίο.
Περιγράφει τον περίπλου του Ατλαντικού ωκεανού, για πρώτη φορά από ελληνικό πολεμικό πλοίο, από το εύδρομο «Ναύαρχος Μιαούλης», με κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Σκοπός του ταξιδιού ήταν η επίδειξη της ελληνικής σημαίας σε λιμάνια των ΗΠΑ αλλά και η πραγματοποίηση επιστημονικών μελετών και παρατηρήσεων για τον ωκεανό. Το ταξίδι αυτό, που έγινε ανάμεσα στον Ιούλιο και το Νοέμβριο του 1900, δεν είναι μια απλή ναυτική ιστορία αλλά ένα μοναδικό εγχείρημα, ένα κατόρθωμα. Γιατί; Διότι αυτός ο υπερατλαντικός πλους γινόταν για πρώτη φορά από τη γέννηση του ελληνικού κράτους και από ένα πολεμικό πλοίο ακατάλληλο για τέτοιες αποστολές (ατμόπλοιο-ιστιοφόρο με ιδιαίτερα χαμηλό σκαρί, «έβαζε» το κύμα πολύ εύκολα, είχε όπως λένε οι ναυτικοί «μέσα τις θάλασσες»…). Ο πλους αυτός μάλιστα δεν έγινε από την συντομότερη διαδρομή αλλά από εκείνη που είχε χαράξει ο μεγάλος θαλασσοπόρος Χριστόφορος Κολόμβος!
Η χρονική στιγμή που γίνεται αυτό το υπερατλαντικό ταξίδι το κάνει επίσης κατόρθωμα:τρία μόλις χρόνια μετά την τραγική ήττα του 1897, με πολεμικό πλοίο μιας Ελλάδας καθημαγμένης και ούσας υπό οικονομικό έλεγχο, πτωχευμένης ουσιαστικά από το 1893 και έχοντας υποχρέωση να πληρώσει εκατομμύρια λίρες πολεμική αποζημίωση στους Τούρκους. Με κόπους και οικονομικές θυσίες αποφασίστηκε το υπερωκεάνειο ταξίδι, με προβλήματα ξεκίνησε από τον Φαληρικό όρμο, με οιωνούς κακούς. Κι όμως ο περίπλους ολοκληρώθηκε. Επιτυχώς. Πλήθη ομογενών αλλά και απλών αμερικάνων πολιτών θα επισκεφθούν το ελληνικό εύδρομο, ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλιαμ Μακίνλευ θα συναντηθεί με τον Παύλο Κουντουριώτη: ο θρυλικός διάπλους του Ατλαντικού κέρδισε το θαυμασμό της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Η μικρή, χρεωκοπημένη, καταταλαιπωρημένη από τους πολέμους Ελλάδα εμφανιζόταν ως ισχυρή ναυτική δύναμη! Μερικοί τολμηροί θαλασσοπόροι ανύψωσαν ηθικά την γονατισμένη τους πατρίδα και μάλιστα σε καιρό ειρήνης! Το εύδρομο «Ναύαρχος Μιαούλης” έφερε σε πέρας την εθνική του αποστολή ακόμη και όταν χρειάστηκε να διαπλεύσει τον Ατλαντικό με πανιά – εκμεταλλευόμενο τους αληγείς ανέμους – για να μην καταναλώνει κάρβουνο και χρειάζεται δαπανηρές ανθρακεύσεις στα κατά τόπους λιμάνια!
Οι πρωταγωνιστές της ωκεανοπορείας – 215 άνδρες άγνωστοι μεταξύ τους, καθώς δεν αποτελούσαν μόνιμο πλήρωμα σκάφους – μετά τον επιτυχή διάπλου του Ατλαντικού θα διακριθούν στις ένδοξες μάχες των Βαλκανικών πολέμων ως διοικητές και κυβερνήτες, ο Παύλος Κουντουριώτης θα γίνει Αρχηγός Στόλου Αιγαίου.Το πλήρωμα του εύδρομου ήταν μια αληθινά εξαιρετική ομάδα. Οι άνδρες όμως πέρα από υπηρεσιακή επάρκεια, φιλοτιμία, αίσθηση ευθύνης και ναυτικές ικανότητες ήταν ιδιαίτερες προσωπικότητες. Όπως ο αξιωματικός ναυτιλίας του «Μιαούλη» Ματθαίος Ματθαιόπουλος, ένας λόγιος ναυτικός, ταλαντούχος και ευφυής, ο οποίος έκανε αστρονομικές παρατηρήσεις και μελέτες για τα ρεύματα και τους ανέμους του ωκεανού. Επιστρέφοντας δε, έδινε διαλέξεις στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό! Ο κομψός αυτός άνδρας που σε μια φωτογραφία μετράει με τον εξάντα γεωγραφικό πλάτος πάνω στη γέφυρα του «Μιαούλη», φορώντας τη μπλε ναυτική του ρεντιγκότα με τα χρυσά κουμπιά και τα δυόμιση γαλόνια του Υποπλοίαρχου θεωρείται πατέρας της ελληνικής Υδρογραφίας και είναι ο ιδρυτής της Υδρογραφικής Υπηρεσίας. Ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε το ημερολόγιο αυτού του περίπλου, στην εφημερίδα «Το Άστυ» το 1905.
Ανάμεσα στο πλήρωμα του «Μιαούλη» βρίσκονταν ο Σημαιοφόρος Θεοφανίδης, διακεκριμένος μελετητής του μηχανισμού των Αντικυθήρων, ο Ανθυποπλοίαρχος Κωνσταντίνος Μελάς, ιδρυτής του ελληνικού προσκοπισμού, ο Σημαιοφόρος Νικόλαος Βότσης, μετέπειτα τορπιλητής της τούρκικης κορβέττας «Φετίχ Μπουλέντ» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το 1912, ο ανθυποπλοίαρχος Στέφανος Παπαρρηγόπουλος,ο πρώτος κυβερνήτης ελληνικού υποβρυχίου.
Το κατόρθωμα τους με τον καιρό ξεχάστηκε, έγινε μια αρχαία ανάμνηση που κάποτε ακουγόταν στους διαδρόμους της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Και κατόπιν βυθίστηκε στη λήθη… Ώσπου ο Πλωτάρχης Παναγιώτης Τριπόντικας ΠΝ, διευθυντής του Μουσείου «Θ/Κ Αβέρωφ» και ο δημοσιογράφος -συγγραφέας Στέφανος Μίλεσης αποφάσισαν να μας ξαναθυμίσουν αυτή την εντυπωσιακή θαλασσινή περιπέτεια. Ως βάση για την αφήγηση χρησιμοποίησαν κυρίως το ημερολόγιο ενός άγνωστου ως σήμερα συγγραφέα, το οποίο δημοσίευσε σε 42 συνέχειες, με τη μορφή διηγήματος, η εφημερίδα «Ακρόπολις», το 1931.
Ποιος ήταν ο άγνωστος αυτός συνεργάτης της εφημερίδας; Άδηλον. Και μυστηριωδώς γοητευτικό επίσης…
Οι συγγραφείς του «1900» ωστόσο περιγράφουν τον ιστορικό υπερατλαντικό πλου συμπληρώνοντας πληροφορίες και από άλλα τέσσερα προσωπικά ημερολόγια αξιωματικών (συν τα επίσημα ημερολόγια του πλοίου) καθώς και με στοιχεία από πλήθος άλλες πηγές (ιστορικά αρχεία, εφημερίδες και εκδόσεις της εποχής σε Ελλάδα και ΗΠΑ, έντυπα της ομογένειας της Αμερικής κλπ). Οι Τριπόντικας-Μίλεσης επέμειναν με το θερμό πάθος ενός ερασιτέχνη και την ενδελεχή μεθοδικότητα ενός επαγγελματία ερευνητή στην πλήρη τεκμηρίωση κάθε γεγονότος: μετρήθηκαν αποστάσεις και χρόνοι, ελέγχθηκαν λιμάνια και οι θέσεις του πλοίου σχετικά με τις ώρες που αναφέρονται, διασταυρώθηκαν πληροφορίες από φωτογραφικό υλικό, χάρτες κλπ. Ναι ξέρω… Θα νομίσετε ότι μάλλον το πόνημά τους καταλήγει σ’ ένα πληκτικό, αναλυτικό χρονικό, γραμμένο με την «προβλεπόμενη» υπηρεσιακή γλώσσα του Πολεμικού ναυτικού.
Δεν είναι όμως έτσι.
Το βιβλίο κυλάει σαν το νεράκι. Μέσα από τις σελίδες του ξετυλίγεται μια θαυμάσια ολοζώντανη ναυτική περιπέτεια γεμάτη πολύχρωμες εικόνες και σκηνές γεμάτες δέος και συγκίνηση. Καθώς το εύδρομο ωκεανοπορεί ανάμεσα σε κυκλώνες, θερμά ρεύματα και χαμηλά βαρομετρικά, το «1900» μας μιλάει για την θάλασσα των Σαργασσών και τους καρχαρίες στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, τη Μαρτινίκα και τον ανθρωποφάγο βασιλιά Μπεχαζίν, τα αλλόκοτα έλκηθρα της Μαδέρας και τα νησιά των Αζορών, για τον κυκλώνα του Γκάλβεστον και τα καλντερίμια του Γιβραλτάρ, για τον αιωρούμενο δίοπο και τα σαγόνια ενός μεγάλου καρχαρία, για τον πόλεμο των Μπόερς και για μια ταυρομαχία στην Βαρκελώνη, για τα κάστρα των Ιπποτών στη Μάλτα και για το μπλε της Καραϊβικής, μας μιλάει για τρίτωνες, φυσητήρες, αργοναύτες και ναυτίλους, για τους τριγωνοκέφαλους και το Γκολφ Στριμ, τις Αντίλλες και τα μισοβυθισμένα πλοία μέσα σε θάλασσες από ωκεάνια φύκια…
Το βιβλίο περιγράφει φυσικά με μεγάλη τρυφερότητα την συγκινητική υποδοχή του «Μιαούλη» από τους εξήντα χιλιάδες Έλληνες ομογενείς της Αμερικής. Αποτυπώνει με πλήθος χαριτωμένες λεπτομέρειες τον ενθουσιασμό από την εμφάνιση της ελληνικής σημαίας για πρώτη φορά στα λιμάνια της Φιλαδέλφειας, της Νέας Υόρκης και της Βοστώνης, τα δάκρυα χαράς και τις αγκαλιές των ομογενών με το πλήρωμα.
Τα κείμενα αποδίδουν θαυμάσια την ωκεάνια περιπέτεια. Εντάξει.
Η εικονογράφηση του βιβλίου όμως είναι που τα «δένει» έξοχα σε ένα σύνολο. Τα καλαίσθητα σχέδια με μελάνι και μολύβι σε χαρτί – έργα του ζωγράφου Γεώργιου Θωμά- με ωραίες αναπαραστάσεις των σκηνών του υπερωκεάνιου ταξιδιού, αναβαθμίζουν την αισθητική του βιβλίου και θυμίζουν τις γαλλικές λιθογραφίες στις ωραιότατες παλαιές εκδόσεις των βιβλίων του Ιούλιου Βέρν. Το σπάνιο φωτογραφικό υλικό από στιγμιότυπα του υπερωκεάνιου πλου συμπληρώνεται συγκινητικά με τις ατομικές φωτογραφίες όλων σχεδόν των ανδρών του πληρώματος, ώστε να γνωρίσουμε αυτοπροσώπως αυτούς τους θαρραλέους ναυτίλους του «1900».
Το διάβασα απνευστί.
Γιατί; Δεν είναι μόνο επειδή μου αρέσουν οι ναυτικές ιστορίες (κι αυτή ήταν ωραιότατη). Δεν είναι μόνο γιατί με ενθουσίασε το κατόρθωμα αυτών των ωκεανοπόρων (συναρπαστικό αναμφίβολα) . Δεν έφτανε μόνο η αγάπη μου για τα ταξίδια και τις θαλασσινές περιπέτειες (και τούτες εδώ ήταν άφθονες). Είναι και διότι ένοιωθα διαρκώς ιδιαίτερη συγκίνηση καθώς είχα την τιμή να διαπλεύσω τον Ατλαντικό το καλοκαίρι του 1992 ως υπαξιωματικός της φρεγάτας «Φ/Γ Μακεδονία». Και η ολόδροση αφήγηση του «1900» μου θύμιζε ολοένα την απεραντοσύνη του ωκεανού που αντίκρισα και την ελληνική ναυτοσύνη που για λίγο υπηρέτησα. Θυμήθηκα τη δική μας γιορτή του Ποσειδώνα – αυτή την παμπάλαιη παράδοση όλων των θαλασσοπόρων του Ατλαντικού – , θυμήθηκα το πέρασμα των Τροπικών, τα πράσινα ηφαιστειογενή βουνά στις Αζόρες και τα αμέτρητα δελφίνια μπροστά στο βράχο του Γιβραλτάρ.
Αληγείς άνεμοι φυσάνε στις σελίδες του «1900». Και υπόσχονται ένα ωραίο και απολαυστικό ταξίδι.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.