Τώρα που θα μαζεύονται τα σύννεφα πάνω από το Μυρτώο, τώρα που θα ανθίζει το κυκλάμινο και θα μαραίνεται ο κρόκος, τώρα που θα έρχεται από τα μελίσσια του ο Κυριάκος, ο Σαράντος θα καθαρίζει στα βράχια ένα μανάλι και η σκιά του βοσκού από τα Κάψαλα θα έρχεται φορτωμένη τουλουμοτύρια και γιδόμαλλα, τώρα που το πέλαγος κυλάει αβίαστα προς τα μαύρα βράχια, τώρα βλέπω τους ταξιδιωτικούς μου σάκους δίπλα στην πόρτα ολόγεμους και κατεβαίνω στον άδειο δρόμο που γυαλίζει σαν το βρεγμένο τομάρι της φώκιας και περιμένει. Θα ανοίξω το διακόπτη, τα όργανα θα λάμψουν χαρούμενα ο κινητήρας θα αρπάξει και θα αρχίσει να γρουργουρίζει και θα με πάρει αγκαλιά για να “με παρηγορήσει που γεννήθηκα”.
Ακόμα ταξιδεύουμε λοιπόν, μετά από τόσα χρόνια.
“…Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι·
εκείνο το σπίτι περιμένει
μ’ ένα γαλάζιο καπνό
μ’ ένα σκυλί γερασμένο
περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.
Μα πρέπει να μ’ αρμηνέψουν οι πεθαμένοι·
είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,
όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.
Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·…”
(Γιώργος Σεφέρης, Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους)