Οδηγούσα ώρες μέσα στη ζέστη του θεσσαλικού κάμπου. Στα διόδια που σταματούσα οι μπότες της μοτοσικλέτας κόλλαγαν στην άσφαλτο που σχεδόν έλιωνε εκείνο το πυρωμένο μεσημέρι. Ευτυχώς ανηφόρισα στον Κίσαβο και κάπως δρόσισε το πράγμα. Διάλεξα να μείνω το βράδυ στα Αμπελάκια, το παλιό αρχοντικό χωριό χτισμένο πάνω από τα Τέμπη. Ο αέρας εκεί ψηλά ερχόταν από τον Όλυμπο σαφώς πιο δροσερός, σαν ανάσα κάποιου συμπονετικού θεού.
Σήμερα το απόγευμα όλο το χωριό βρίσκεται στο λόφο του Προφήτη Ηλία, στο εκκλησάκι του που γιορτάζει αύριο. Η θέα από την κορυφή του λόφου προς τα Τέμπη ως τις ακτές της Πιερίας είναι εξαίσια. Ένα πυκνό δρυοδάσος ολόγυρα σκορπίζει την κάψα της ημέρας που τελειώνει, η δροσιά είναι ανακουφιστική. Σκόνη στο προαύλιο, θυμίαμα, ψαλμωδίες, καλοντυμένοι χωρικοί κάτω από τις ακακίες και τα πουρνάρια, γυαλιστερά ολοστρόγγυλα πρόσφορα, μυρωδιές από σκίνο, πατημένο χόρτο, ζεστό χώμα, θυμίαμα, γύρω καζάνια και πλαστικά κεσεδάκια με γίδα, πλιγούρι και φέτα. Η γιορτή του Προφήτη Ηλία εδώ είναι καθαρά γιορτή των κτηνοτρόφων του χωριού. Λίγοι όμως πλέον υπήρχαν στο επάγγελμα. Και οι νέοι στο χωριό ήταν λίγοι. Κάποιοι συνεχίζουν στις οικοδομές. Κάποιοι προσπαθούν με τα κασταναριά στα δάση του χωριού προς Ομόλιο. Η κοινότητα έφτιαξε και ένα φράγμα για να αρδεύονται οι καστανιές. Αλλά το χωριό γερνάει. «Κάθε φορά που χτυπάει μια καμπάνα κλείνει ένα σπίτι», μου έλεγε ο πρόεδρος των Αμπελακίων.
Παρατηρούσα μέσα από τους ατμούς της μπύρας και του τσίπουρου τους επαρχιώτες να ξεδίνουν με αλλόκοτες μουσικές, χορεύουν ενθουσιασμένοι και κατακόκκινοι από το φαγητό, τα μέτωπα τους γυαλίζουν από τον ιδρώτα. Μια παχιά ξανθιά τραγουδίστρια άδει νησιώτικα και ένας μεσήλιξ κοκκινίζει σαν αστακός για να διαλαλήσει στη ομήγυρη πως «υπάρχουν και αλλού μανταρινιές που κάνουν μανταρίνια μα εμάς τους δυο αγάπη μου μας χώρισε η γκρίνια». Τα ηχεία ξύνουν εκκωφαντικά, το κλαρίνο παραπαίει, οι σαμπάνιες σκάνε σαν βεγγαλικά στην πλατεία– πίστα, το λίπος παγώνει στις ανοξείδωτες πιατέλες, ο χλιαρός αέρας μυρίζει κοκορέτσι, άφτερσειβ και τσιγάρο και οι χαλβάδες Φαρσάλων γυαλίζουν μελαγχολικά κάτω από τα κίτρινα φώτα του υπαίθριου πάγκου τους. Τα Αμπελάκια γιορτάζουν την καλοκαιρινή τους πασχαλιά.
Με τη γεύση της δυνατής κρεατόσουπας στο στόμα κατηφορίζουμε στο χωριό. Βραδιάζει και η δροσιά μεγαλώνει. Στην πλατεία γίνονται ετοιμασίες για το βραδινό γλέντι με όργανα και ορχήστρα από τη Λάρισα. Θα κρατήσει δύο βράδια η γιορτή, τον γλεντάνε εδώ τον Προφήτη τους.
Κάθισα σε ένα από τα τραπεζάκια ως αργά τη νύχτα. Το φαγητό ήταν φυσικά σφαχτά στα κάρβουνα, μπριζόλες, κρέατα στη σούβλα, κοκορέτσια, σουβλάκια. Απίθανες ποσότητες εξ αυτών καταναλώνονται στα στρωμένα με πλαστικά τραπεζομάντιλα τραπέζια της πλατείας. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να το ρίξουν έξω, τα θερινά πανηγύρια ήταν πάντα η κατάλληλες γιορτές γι αυτό, είναι πολύ παλιά συνήθεια.
Στο διπλανό τραπέζι ένας μοναχικός μεσήλικας, μαυριδερός και με ένα μουστάκι σαν βούρτσα, πίνει συνεχώς, τα μάτια του είναι θολά και κόκκινα, το ψητό αρνί στην πιατέλα του είναι παγωμένο και έρημο, ο στόχος του είναι οι πήλινες κανάτες με το κόκκινο κρασί της Ραψάνης που έρχονται συνεχώς. Ο άνθρωπος πίνει και ακούει, αφουγκράζεται τους στίχους των λαϊκών τραγουδιών προσπαθώντας να βρει μέσα τους νόημα για τα δικά του βάσανα. Μέρος των οποίων πιθανώς να είναι το ότι βρίσκεται ολομόναχος στο πανηγύρι.
Ξέρεις γιατί ο Προφήτης Ηλίας πήγε στο βουνό και όλα τα εκκλησάκια του είναι εκεί ψηλα?, με ρώτησε βλοσυρός αλλά όχι και ιδιαίτερα αγενής.
Μάλλον γιατί μισούσε τη θάλασσα…, απάντησα, ενθυμούμενος το περιστατικό του Προφήτη με το κουπί.
Όχι… είπε βροντερά. Όχι… γιατί μισούσε τις γυναίκες πήγε εκεί…
Δεν είχα διάθεση να διαφωνήσω, ο άνθρωπος είχε σεβντά κι εγώ ήδη νύσταζα. Άσε που φοβόμουν μην με καλέσει στο τραπέζι του. Είπα ένα ευγενικό «Α… δεν το ήξερα…» και ζήτησα το λογαριασμό. Το κλαρίνο ένοιωθα να μου τρυπάει τα μηλίγγια… Ο διπλανός μου παρήγγειλε ακόμη μια κανάτα με κρασί…
Ήθελα το πρωί να οδηγήσω στους ανατολικούς χωματόδρομους και χρειαζόμουν ύπνο. Τα λαϊκά άσματα ωστόσο αντιλαλούσαν ως τον Πλαταμώνα.
Τα κράτησα έξω από το κεφάλι μου με τις ωτοασπίδες μου και βυθίστηκα σε ένα ωραίο ύπνο. Ευτυχώς δεν είδα κανένα κακό όνειρο με τον μισογύνη Προφήτη…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.