Νύχτα… στους δρόμους του Μοριά… Ένα αυτοκίνητο διασχίζει τα βουνά της Αρκαδίας με προορισμό την Αθήνα… Οι χλωμοί του προβολείς φωτίζουν τον στενό ασφαλτόδρομο, φωτίζουν τα μυρωδάτα πουρνάρια του Πάρνωνα φωτίζουν τα μικρά ξέφωτα με τα αμπελάκια με το μοσχοφίλερο και τα σιωπηλά χωριά. Μια ζοφερή ιστορία θα εξελιχθεί σε λίγο. Ζοφερή και απερίγραπτα κωμική…
Ο ένας ήρωάς μας είναι ένας νέος άνδρας. Δεν μας ενδιαφέρουν άλλες λεπτομέρειες της προσωπικότητας του ει μη μόνον το ότι είναι σπουδαίος ψαροκυνηγός, πασίγνωστος στο καταδυτικόν σινάφι και με μεγάλες επιτυχίες στο νερό. Ζει μάλιστα εκτός Αθήνας κάπου στην Πελοπόννησο, όπου και διαδραματίζεται η ιστοριούλα μας. Για την ακρίβεια ζει στην περιοχή του Λεωνιδίου, στην εύανδρο Τσακωνιά.
Το Λεωνίδιο βέβαια είναι γνωστό και διάσημο. Βρίσκεται στη κοιλάδα του ποταμού Δαφνώνα, η οποία στην αρχαιότητα ονομαζόταν «Διονύσου Κήπος». Το Λεωνίδιο έχει μια υπέροχα διατηρημένη αρχιτεκτονική, πάμπολλα παλιά σπίτια με καμάρες και ωραία μπαλκόνια και όλα αυτά κάτω από τις πορτοκαλιές ορθοπλαγιές με τα εντυπωσιακά βράχια. Το Λεωνίδιο είναι για πολλούς η άτυπη πρωτεύουσα της Τσακωνιάς (η περιοχή νοτίως του Άστρους). Πινακίδες στα Τσακώνικα εξάλλου σας υποδέχονται παντού όπως εκείνη που γράφει «Καούρ εκάματε τον Αγιελίδη» δηλαδή «Καλώς ορίσατε στο Λεωνίδιο».
Ο ήρωας μας λοιπόν ζούσε κάπου εκεί και ψάρευε στους γύρω πλούσιους βυθούς και τις θαυμάσιες ακτές όπου τα πεύκα και τα πουρνάρια κατεβαίνουν ως την άκρη των βράχων.. Ο μέγας ψαράς μας λοιπόν αυτή τη φορά βγήκε από το νερό ένα ωραίο ανοιξιάτικο μεσημέρι έχοντας χτυπήσει ένα θηρίο μαγιάτικο κοντά 40 κιλά. Χαρά μεγάλη τον πλημμύρισε, φωτό έβγαλε άφθονες (ήτανε και μόνος του και ζορίστηκε λίγο) και μετά σκέφτηκε τι να το κάνει το ψάρι. Μα να το πουλήσει όπως πούλαγε και τα υπόλοιπα που έπιανε ο τεράστιος. ‘Ελα ντε που ήταν δύσκολο να πουλήσει κοτζάμ θηρίο στο χωριουδάκι του, ποιος να το αγόραζε? Οπότε βρίσκει έναν κολλητό του (ο έτερος ήρως της ιστορίας μας) ο οποίος θα πήγαινε στην Αθήνα το ίδιο βράδυ με το αυτοκίνητο: «Ρε φίλε δεν το παίρνεις μαζί σου να το δώσεις στον Τάδε – τα ονόματα δε μας αφορούν, ψαροταβέρνα είχε ο Τάδε, διάσημη μάλιστα…– να το πουλήσεις;». Το παλικάρι δεν είχε πρόβλημα, «ψυχικό θα κάνω είπε να βγάλει και κάνα φράγκο ο φίλος μου» οπότε πήρε το θηρίο ατόφιο, το έχωσε μέσα σε κάτι σακούλες στούμπωσε και λίγο πάγο και το πακετάρισε ωραία ωραία όπως τα πτώματα στις αστυνομικές ταινίες και το έχωσε στο πορτ μπαγκαζ. Ήταν δε η μοναδική του αποσκευή. Και το απογευματάκι ξεκίνησε…
Όλα πήγαιναν καλά στο δρόμο και ο φίλος μας ταξίδευε άνετος. Στο πορτ μπαγκαζ το μαγιάτικο ταξίδευε κι αυτό για τον αθηναίο ψαρομανάβη. Ο άνθρωπός μας έφυγε αργά το απόγευμα από το Λεωνίδιο, διέσχισε όλη την ανατολική ακτή του Μυρτώου ως το Άστρος και μετά πήρε τα βουνά, περνώντας από γνωστούς χωματόδρομους για να συντομεύσει τη διαδρομή για να βγει προς την Τρίπολη. Με το τελευταίο φως του δειλινού χάζευε τους ελαιώνες που κατηφόριζαν ως τη θάλασσα πριν περάσει την χαριτωμένη Μονή Λουκούς, στολισμένη με τα μάρμαρα και τα γλυπτά από την εκπληκτική έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού, που βρίσκεται στην απέναντι πλαγιά, προς τον ποταμό Τάνο.
Όλα πήγαιναν καλά σε αυτό τον καλό κόσμό, ώσπου σε κάποια ορεινή διασταύρωση έξω από τα Κάτω Δολιανά ο φίλος μας πέφτει σε μπλόκο. Νυχτερινό μπλόκο των ΕΚΑΜ δηλαδή από εκείνα που μέσα στο σκοτάδι και από το πουθενά πετάγονται κάτι νταγλαράδες με κουκούλες και στολές παραλλαγής οπλισμένοι σαν αστακοί και σου κάνουν το αυτοκίνητο φύλλο και φτερό. Ο φίλος μας κατατρόμαξε που είδε τους μοβόρους με τις κουκούλες α λα Νέστορας Μάτσας αλλά δεν φοβήθηκε και πολύ, όντας νόμιμος. Μόνο ένα ψάρι μετέφερε, τι πειράζει δηλαδή?
Αφού έδωσε τα χαρτιά στα θηρία του είπαν ν’ ανοίξει το πορτμπαγκάζ. Και βέβαια μόλις το ανοίγει βλέπουν οι νταγκλαράδες έναν όγκο, κάτι λιγότερο από 2 μέτρα, τυλιγμένο σε σακούλες και υπόπτως πακεταρισμένο και οι κομάντο παθαίνουν παράκρουση, πιστεύοντας ότι όντως πρόκειται περί πτώματος ανθρώπινου και ουχί ψαρίσιου. Αρχίζουν να γαβγίζουν «Ακίνητος! Πέσε κάτω ρεεεε…. Τι πτώμα είναι αυτό ρε;» και «Πότε τον σκότωσες;» και γενικά η κατάσταση άρχισε να γίνεται δυσάρεστη καθώς ετοιμάστηκαν να του φορέσουν χειροπέδες. Ο δικός μας άρχισε να φωνάζει «Ρε παιδιά ψάρι είναι. Ψάρι. Ψάρι…» αλλά οι αγριάνθρωποι πιο εύκολα θα πίστευαν ότι ο διοικητής τους είναι μπαλαρίνος παρά ότι το «πτώμα» είναι ψάρι. Εξάλλου τι διάβολο γυρεύει ένα θηριώδες ψάρι στα βουνά και στα ρουμάνια?
Όπως καταλαβαίνετε ο φίλος μας πέρασε στιγμές αγωνίας και τα ψιλοέκανε πάνω του, μέχρι να τον αφήσουν να ξεδιπλώσει τις σακούλες (με τα χέρια τους στα πιστόλια, πολύ άγρια φάση σας λέω…) και να τους δείξει το καταραμένο το μαγιάτικο και να τους εξηγήσει το όλο σκηνικό. Οπότε οι άνθρωποι του νόμου κατάλαβαν το λάθος τους και άφησαν τον κοψοχολιασμένο ψαροντουφεκά να φύγει.
Συγγνώμη δεν ζήτησαν…Γιατί άλλωστε?
Ηθικόν Δίδαγμα 1: Ψαρομεταφορές και λοιπά μόνο με το φως της μέρας. Τη νύχτα στα ορεινά της Αρκαδίας ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου φέρει ο δρόμος.
Ηθικόν Δίδαγμα 2: Η πώληση ψαριών χτυπημένων με ψαροντούφεκο είναι απολύτως παράνομη! Η ψαρομαναβική στο ψαροντούφεκο μάλιστα κρύβει κινδύνους περίεργους. Φαντάζεστε κάνα αγόρι με κουκούλα να είχε κολλητό λιμενικό και να γούσταραν να τρέξουν τον φίλο μας; Θα γινόταν σύλληψη για παράβαση του Κώδικα Λιμένος στα αρκαδικά βουνά!
Ηθικόν Δίδαγμα 3: Big fish big trouble. Άμα δεν ξέρεις το να το κάνεις το ρημάδι το θεριό τι το χτυπάς Ποσειδώνα μου; Άσκημα σου πέφτουν οι σαργοί και οι κέφαλοι;
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.