Ασίνη, Γιώργος Σεφέρης, Ο Βασιλιάς της Ασίνης, Τολό, Ναύπλιο, Αργολίδα, Πελοπόννησος

«Ασίνην τε…» (ο παραθεριστής ένα κενό)

Ο λόφος λέγεται Μπαρμπούνα… Τίποτε ποιητικό δεν προδιαθέτει το όνομά του. Μόνο τα απέραντα περιβόλια με τις χαριτωμένες πορτοκαλιές και λεμονιές που τον τριγυρίζουν δίνουν ένα ρομαντικό τόνο στο τοπίο της Ασίνης. Ο λόφος είναι διάσπαρτος με τάφους της γεωμετρικής και μυκηναϊκής εποχής και καλοχτισμένα τείχη της αρχαίας Ακροπόλεως. Κάπως ποιητικό το σύνολο. Στη ρίζα του λόφου απλώνεται μικρή βοτσαλωτή παραλία με δροσερά πράσινα νερά. Γεμάτη με πολύχρωμο πλήθος παραθεριστών και στο βάθος οι πολυώροφες οικοδομές στο Τολό. Τίποτε ποιητικό ως εδώ.

Ασίνη, Γιώργος Σεφέρης, Ο Βασιλιάς της Ασίνης, Τολό, Ναύπλιο, Αργολίδα, Πελοπόννησος
Ασίνη

Κάθισα καταϊδρωμένος, ψηλά στο λόφο στη σκιά μιας συκιάς και έβγαλα από το σάκο μου το βιβλίο με τα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Και είπα να διαβάσω τον «Βασιλιά της Ασίνης», μιας και βρίσκομαι στα λείψανα της αληθινής Ασίνης, που άνθισε τον 12ο αιώνα π.Χ., εδώ που βρέθηκε το εντυπωσιακό κεφάλι πήλινου ειδωλίου της Μυκηναϊκής Εποχής «άρχων της Ασίνης».

Ναι, εδώ ένοιωθα το ποίημα αλλιώς. Οι ζεστές πέτρες, τα τείχη δίπλα στα οποία περπάτησε ο χαμένος βασιλιάς, οι στίχοι της Ιλιάδας κι «ο ποιητής ένα κενό»…Όλα έμπλεκαν μέσα στο απογευματινό αεράκι σαν τα μαλλιά του πεύκου, σε μια ξεκάθαρη γεωμετρία.

Ασίνη, Γιώργος Σεφέρης, Ο Βασιλιάς της Ασίνης, Τολό, Ναύπλιο, Αργολίδα, Πελοπόννησος
Ασίνη

Και ύστερα ήρθε ένα παρδαλό ζευγάρι για να βγάλει σέλφι… Μου ζήτησαν μάλιστα να τους φωτογραφίσω εγώ.

Δέχθηκα.

Με ρώτησαν τι είναι εδώ.

Άρχισα να μιλάω για την Ασίνη. Τους ήταν αδιάφορη φυσικά…

Με ρώτησαν αν ξέρω καμιά καλή ταβέρνα αφού είμαι ντόπιος (sic).

Τους είπα να πάνε στο Τολό.

«Μα εδώ δεν είναι το Τολό?» ρώτησαν. Με κοιτούσαν έκπληκτοι σαν να έβλεπαν άνθρωπο της εποχής του Χαλκού.

Ήταν περιττό να συνεχίσω να εξηγώ. «Τολό είναι, φυσικά…» είπα.

Χαμογέλασαν. Πήρα τα ποιήματα και το σάκο μου και κατηφόρισα στην παραλία, ελαφρώς μελαγχολικός.

Όλα είναι «Τολό» εδώ εξάλλου…. (κι ο παραθεριστής ένα κενό…)

Γιώργος Σεφέρης, Ο Βασιλιάς της Ασίνης

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο

αρχίζοντας από το μέρος τού ίσκιου εκεί πού η θάλασσα

πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού

μάς δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.

Οι φλέβες τού βράχου κατέβαιναν από ψηλά

στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας

τ’ άγγιγμα τού νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις

πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα

χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος τού ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος

και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.

Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα

κι ο βασιλιάς τής Ασίνης που τον γυρεύαμε δυο χρόνια τώρα

άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο

μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη

ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.

Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως

σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα·

κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.

Ο βασιλιάς τής Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα

παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:

«Ασίνην τε…Ασίνην τε…»

και τα παιδιά του αγάλματα

κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας

στα διαστήματα των στοχασμών και τα καράβια του

αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι·

κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους

ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα τής ύπαρξής μας

ένα σημείο σκοτεινό πού ταξιδεύει σαν το ψάρι

μέσα στην αυγινή γαλήνη τού πελάγου και το βλέπεις:

ένα κενό παντού μαζί μας.

Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα

με σπασμένη τη φτερούγα

σκήνωμα ζωής,

κι η γυναίκα πού έφυγε να παίξει

με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού

κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο

κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο πού παρασέρνει

ο χείμαρρος του ήλιου

με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

 Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται

υπάρχουν άραγε

ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις

αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες

υπάρχουν άραγε

εδώ που συναντιέται το πέταγμα της βροχής του αγέρα

και της φθοράς

υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής

εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη

ζωή μας

αυτών πού απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την

απεραντοσύνη τού πελάγου

ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος

η νοσταλγία τού βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής

εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας

σαν τα κλωνάρια τής φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη

διάρκεια τής απελπισίας

ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα

μες στο βούρκο

εικόνα μορφής πού μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.

Ο ποιητής ένα κενό.

 Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας

κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη

χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι.

 «Ασίνην τε   Ασίνην τε…». Να ‘ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης

που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη

αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω

στις πέτρες.

(Ασίνη, καλοκαίρι `38-Αθήνα Γενάρης ’40)

Social Media