Η αλήθεια είναι πως θέλαμε να πάμε στο Ελαφονήσι, της Κρήτης βέβαια, το Χανιώτικο. Αλλά κάπως ανορθόδοξα. Ήταν φθινόπωρο, αργά, τα στίφη θα είχαν χαθεί πια….
Φύγαμε από την Παλαιόχωρα και συνεχίσαμε δυτικά. Ανηφορίζουμε για τα χωριά του Πελεκάνου στριφογυρίζοντας μέσα στους ελαιώνες και τις ασβεστολιθικές ορθοπλαγιές με τα αμέτρητα σπηλιαρίδια. Ο Βουτάς είναι το κεφαλοχώρι στο μικρό οροπέδιο του Πελεκάνου. Ήταν πάντα το εμπορικό κέντρο της περιοχής και όλα τα χωριά εδώ πούλαγαν το λάδι τους, αγόραζαν τρόφιμα και όλα τα χρειαζούμενα. Στον κεντρικό δρόμο υπάρχουν ακόμη πάμπολλα μαγαζιά με παλιές βιτρίνες και ολόιδιες πινακίδες με ζωγραφιστά γράμματα. Άδεια, κλειστά, σκοτεινά τα βρήκαμε. Και μετά συνεχίσαμε στα βουνά πάνω από το Λιβυκό: Μουστάκος, Κίτυρος, Βοθιανά, Πλάτανος, Καλαμιός, χωριουδάκια με μια χούφτα σπιτάκια χωμένα μέσα στους ελαιώνες, διαδρομές μου μοσχομύριζαν μέντα και αγριοθύμαρα κι υγρό Οκτωβριάτικο χώμα
Περάσαμε χωριά με παλιά τούρκικα ονόματα, (το Χατζή Μπέη είναι σήμερα Πλάτανος). Στην περιοχή ζούσαν παλιά αρκετοί τούρκοι, – είχε πιο πολλά νερά από αλλού – και υπάρχουν ακόμη παλιά τουρκόσπιτα – βλέπουμε το τούρκικο κονάκι με τις οριεντάλ καμάρες του – αλλά φευ χωρίς στέγη – στη Λαγκαδά. Παρά τους πολλούς τούρκους εδώ σώθηκαν πάμπολλες βυζαντινές εκκλησίες. Ψάχνουμε κάποιες από αυτές στη Σκλαβοπούλα. Χωριό το οποίο δημιουργήθηκε από Σλάβους στρατιώτες του Νικηφόρου Φωκά και κοντά στο οποίο υπήρχε η αρχαία Δουλόπολη.
Η εκκλησία της Παναγίας στη Σκλαβοπούλα έχει ωραίες τοιχογραφίες και ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Όλη η κάτω γειτονιά είναι όμορφη με παμπάλαια σπίτια, έρημα όμως. Ωραίες καμάρες τα στολίζουν πνιγμένες στη βλάστηση τις μαργαρίτες και τους θάμνους. Σταματάμε για ένα καφέ στο καφενεδάκι της Σκλαβοπούλας, το οποίο νόμιζες ότι θα το πάρει ο αέρας εδώ ψηλά. «Αέρα και κατακλυσμό ο Θιός θα ρίξει πάλι….», ο καφετζής Δημήτρης μας έλεγε φθινοπωρινές μαντινάδες και μας αποχαιρέτησε.
Το Λιβυκό βράζει μακριά και αφρίζει από τον δυνατό βοριά. Προσπερνάμε τα μικρά Σφακιά με τα άδεια πετρόσπιτα των παλιών μελισσοκόμων – τα κουτιά με τις παλιές κερήθρες στέκουν σκεπασμένα με σκόνη… – και οδηγάμε στον χωματόδρομο πάνω στους λόφους με τους ελάχιστους θάμνους, τα αχινοπόδια, τα θυμάρια, τα λιγοστά αγριολούλουδα. Μια στροφή του δρόμου μας αποκαλύπτει το πανόραμα στο Ελαφονήσι. Λες και είσαι στον αέρα… Γρήγορα φτάνουμε στην πιο εξωτική αμμουδιά της Κρήτης, στη νοτιοδυτικότερη άκρη της. Το Ελαφονήσι δεν έχει ελάφια. Έχει μαγικά τοπία, ασπρορόδινη άμμο (από τα μυριάδες κοχυλάκια) και σήμερα – άνοιξη χωρίς τα θερινά πλήθη – έχει μια γαλήνη απολαυστική.
Ο φάρος χτισμένος πάνω από ένα βυθό γεμάτο ναυάγια – πρωτοχτίστηκε μάλιστα μετά από το τραγικό ναυάγιο του επιβατικού πλοίου Imperatrice to 1907 με τους 300 πνιγμένους – έχει δίπλα του μνημείο για το μακελειό που έγινε εδώ το 1824 όταν οι Τούρκοι του Ιμπραήμ κατάσφαξαν 850 αμάχους στριμωγμένους στις αμμοθίνες του νησιού.
Σουρουπώνει και σε λίγο θα φύγουμε. Ένας μοναχικός ψαράς πλησιάζει την άμμο με τους κέδρους. Φτωχό το πανέρι του. Θυμάμαι ένα παλιό Ελαφονήσι γεμάτο σαργούς, αστακούς και αμέτρητους γυαλιστερούς θαλασσινούς θησαυρούς. Θυμάμαι φθινόπωρα με ψιλόβροχο και τα αρώματα των νησιών που στην αρχαιότητα λέγονταν Μουσαγόρες στα οποία μάλιστα υπήρχε και ιερό του Μουσηγέτη Απόλλωνα.
Έχει αστακούς μπαρμπα Μανούσο; τον ρωτάω.
Έχει μα που τζη;
Βάζω πρώτη στο τζιπ με τη σκέψη μου στους αστακούς του Ελαφονησιού. Το Λιβυκό τους σκεπάζει με το παρήγορο μοβ νερό του…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.