Ερύμανθος, Αχαΐα, Άνω Βλασία, Πελοπόννησος, Άρτεμις, Παν, Λιβάρτζι

Ποια κυνηγά ακόμη στον Ερύμανθο?

Ένας ταξιδιωτικός οδηγός για ένα άγνωστο χωριό και ένα απόγευμα μέσα στα έλατα, ήταν αρκετά για να με οδηγήσουν ξανά στον Όμηρο και στην Οδύσσεια. Είχα ήδη διαβάσει πως στο βουνό μπροστά μου, στον θρυλικό Ερύμανθο ζούσε ο Πάν και η Άρτεμις. Εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα, λίγο έξω από την Άνω Βλασία, μυρίζοντας τα βρεγμένα έλατα που ρίχνουν το σκοτάδι τους στον φοβερό χωματόδρομο προς το Λιβάρτζι, διαβάζοντας τον Όμηρο, νόμισα πως είδα πάνω σ’ εκείνο το χιονισμένο βουνό κάτι από εκείνους τους αρχαίους θεούς, κάτι να κατεβαίνει τις πλαγιές με τόξα και βέλη και να κυνηγά αγριογούρουνα και ελάφια, σαν ένα σύννεφο από φρέσκο χιόνι που σήκωσε ο δυτικός άνεμος, που έφερνα μαντάτα από τη Φολόη και τους Κενταύρους της:

«…Κι αφού ψωμί φραθήκαν τρώγοντας, κι αυτή κι οι παρακόρες,

πέταξαν τις μαντίλες κι άρχισαν να παίζουνε τη σφαίρα,

κι η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη κινούσε το τραγουδι.

Η σαγιτεύτρα πως Αρτέμιδα του Ερύμανθου τις ράχες

για του ψηλού του Πενταδάχτυλου κατηφορίζει, κάπρους

σαϊτεύοντας κι αλάφια γρήγορα, και του Βουνού οι Κυράδες

παίζουν αντάμα της ολόχαρες, του Βροντοσκουταράτου

οι θυγατέρες, κι αναγάλλιασε βαθιά η Λητώ στα φρένα’

τι αμέσως ξεχωρίζει η κόρη της, την κεφαλή ως υψώνει

πάνω απ᾿ τις άλλες, και το μέτωπο, κι είναι πανώριες όλες —

όμοια στα κάλλη η κόρη η απάρθενη ξεχώριζε απ᾿ τις βάγιες…»

(Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ζ’, 99-109)

Είχα κάνει λάθος ασφαλώς… Το χτύπημα του τηλεφώνου απλώς το επιβεβαίωσε.

Social Media