Ήταν Ιούλιος και ήμουν στη Μάνη. Για την ακρίβεια στον κόλπο του Οίτυλου. Νωρίτερα, πίνοντας τον πρωινό μου καφέ στην πλατεία τη Αρεόπολης διάβαζα διάφορα για την πειρατική ιστορία του κόλπου.
Το Καραβοστάσι μάλιστα (το μικρό και μοναδικό λιμανάκι στην βόρεια πλευρά του κόλπου) ονομαζόταν κάποτε « Μικρό Αλγέρι» (γιατί άραγε;).
Ο Ιούλιος Βερν θέλει τον τρομερό πειρατή Σακρατίφ – μέγα τρομοκράτη των νερών του Αιγαίου – να κατοικοεδρεύει εδώ, στον κόλπο!
Τώρα θα αναρωτιέστε αν βρήκα κάνα πειρατή εδώ. Μπα. Όχι. Βρήκα όμως ένα θαυμάσιο άνθρωπο, ένα παλιό μανιάτη ψαρά, εδώ στο Καραβοστάσι.
Στέκεται στη σκιά της κληματαριάς σαν αρχαίο ζωντανό απολίθωμα, ανάμεσα στα κοφίνια με τα παραγάδια, τις πετονιές τα καμάκια, τους ασβεστωμένους πέτρινους τοίχους.
Άσπρο φανελάκι, παλιό παντελόνι, ξυπόλητος, και με ένα αιώνιο τσιγάρο στο χέρι.
Κεφάλι κοντοκουρεμένο, οστεώδες αργασμένο από την αρμύρα και τον ήλιο.
Παναγιώτης Γιανναρέας. Ετών 94 (το 2006!). «Ογδόντα χρόνια ψαρεύω. Το καλοκαίρι στη θάλασσα στο χειμώνα στη στεριά. Όλη μου τη ζωή ήμουν ψαράς».
Τον ρωτάω για τα ψαρέματα του εδώ, στους τόπους της Μέσα Μάνης.
«Να ψαρέψεις με ζωντανό. Με ζιλάκια με παπαδίτσες στο παραγάδι για να βγάλεις συναγρίδες, ορφούς, στήρες, τέτοια μεγάλα ψάρια 5,6,8 κιλά να φας.».
Κάποτε ψάρευε σε μακρινά μέρη, ξανοιγόταν σε άγνωστα νερά.
Τώρα μου λέει πως ψαρεύει στους γύρω τόπους, στους κάβους και τις ξέρες έξω από το Οίτυλο, στα δικά του σημάδια. Και πάντα σχεδόν τα καταφέρνει περίφημα.
Μυθική μορφή στην περιοχή του κόλπου του Οίτυλου, έχουν να λένε για τα ψάρια του παππού. Συχνά κουβαλάει στην ταβέρνα «Μαύρος Πειρατής» κάτι πελώριες συναγριδάρες, με τριανταφυλλιά χρώματα και μοβ κηλίδες, κάτι ασημένια χοντρά μαγιάτικα, μαύρους γεροροφούς και λουλουδάτες στήρες με την κίτρινη βούλα στα πλευρά.
«Έχω ψαρέψει ως την Αμερική. Στον Παναμά ψάρευα γαρίδα. Σκέφτομαι να ψαρεύω ακόμη 100 χρόνια. Άμα δεν πάω με τον κόρακα τι;».
Χαμογελάει. Το χιούμορ δεν του λείπει. «Τώρα ψάχνω και για γυναίκα. Είναι κάτι γυμνές στην παραλία τις κυνηγάω με την πετονιά».
Απόγευμα φορτώνει τις μεγάλες κόφες με τα παραγάδια και κατεβαίνει στον Ταξιάρχη, μια αρχαία βάρκα, ασήκωτη, βαριά από τα χρόνια. Μόνος. Σενιάρει τα εργαλεία, λύνει τη μπαρούμα, ανάβει τσιγάρο και φεύγει. Μπροστά οι κάβοι γυαλίζουν και τον περιμένουν. Πίσω αφήνει το Καραβοστάσι και το εξαιρετικά προστατευμένο από τους βοριάδες λιμάνι του.
Συνάντησα τον θαλερό κυρ Παναγιώτη εκείνο τον Ιούλιο του 2006. Μιλήσαμε στη δροσιά της αυλής του, τον φωτογράφισα και τον καλημέρισα.
Την τελευταία φορά που πήγα στο Καραβοστάσι έμαθα πως ο κυρ Παναγιώτης σάλπαρε πια για το τελευταίο του μεγάλο ψάρεμα, για τις μακρινές ουράνιες ακτές και τα παραδεισένια ψαροτόπια.
Και από τότε θαρρώ πως του χρωστώ έναν τελευταίο αποχαιρετισμό…
Πού βρίσκομαι;
Το Καραβοστάσι και ο όρμος του Οίτυλου βρίσκονται στη Μάνη, πολύ κοντά στην Αρεόπολη. Ο συντομότερος δρόμος για να φτάσεις είναι μέσω Σπάρτης και Γυθείου.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.