Ταξιδεύοντας μαθαίνεις αρκετή λαογραφία. Να για παράδειγμα στη Γιάλοβα, πολύ κοντά στην εύανδρο Πύλο μπορείτε να μάθετε πολλά πράγματα σχετικά στο Λαογραφικό Μουσείο του Χωριού. Στεγάζεται σε μια παλιά αποθήκη πάνω στον κεντρικό δρόμο και είναι η προσωπική πλούσια συλλογή του θαλερού κυρ Κώστα Μπαλαφούτη ο οποίος για 50 περίπου χρόνια μαζεύει τα απομεινάρια του λαϊκού πολιτισμού της περιοχής. Το 80% των εκθεμάτων προέρχονται από την περιοχή της Γιάλοβας. Το μουσείο ξεκίνησε το 2006 και θα δείτε από σβάρνες με καρούλια, παλαμαριές για το θέρο, πόρτες και παράθυρα μυλόπετρες, γιαταγάνια, και πλήθος γεωργικά εργαλεία σώες παλιές γραφομηχανές, παλιές φορεσιές και υφαντά, ασπρόρουχα και παλιά έπιπλα.
Το καλύτερο πάντως εγώ το έμαθα όταν κατέβηκα για μπάνιο στην ωραία αμμουδιά της Γιάλοβας. Έμαθα πως πιάνουν εκεί τις σουπιές! Πραγματικά απίστευτη μέθοδος! Ιδού η ιστορία της.
Παθιασμένος ψαράς πάει μικρές διακοπές στην Γιάλοβα με το αμόρε του. Πιθανώς γι’ αυτό δεν πήρε τον εξοπλισμό του μαζί. «Ε,» λέει «θα πάω να κάνω κάνα μπανάκι μόνο με το κορίτσι, μην το παρατώ να σκυλοπνίγομαι». Πέδιλα και μάσκα πήρε όμως ο ρήτορας.
Ε, είναι λοιπόν σε μια αμμουδιά στη Γιάλοβα με την καλή του και λέει να πάρει μάσκα και πέδιλα να πάει στα βραχάκια για καμιά βουτιά να χαζέψει ο ερίφης το βυθό. Ήτανε και χαρμάνης από ψάρεμα είπε να ξεσκάσει. Βουτάει ανοίγεται λίγο σε κάτι πλάκες και τι να δει; Τίγκα ο βυθός στο ψάρι. Σαργοί, μελανούρια, σάρπες, κέφαλοι, κάτι μαύρα πιο βαθιά μπαινόβγαιναν σε τρύπες. Κακός χαμός γινότανε. Του ήρθε να φάει τον αναπνευστήρα από τα νεύρα του. Κολυμπάει προς τα έξω να ηρεμήσει και βλέπει μια σουπιά, μα μια σουπιά θερίο θηριώδες. Και το ζώο καθόταν ήσυχο με παραλλαγή έξω έξω. Ο φίλος μας έπαθε παραλήρημα. «Τη σουπιά, δεν τη χάνω με τίποτα», είπε και βγήκε έξω τρέχοντας σας αφιονισμένος στην παραλία, ψάχνοντας να βρει κάτι να πιάσει τη σουπιά. Μα μήτε καμάκι υπήρχε γύρω , μήτε πιρούνι, μήτε μαχαίρι μήτε κατσαβίδι μήτε τίποτε άλλο αιχμηρό τέλος πάντων. Ξαναπάει εκεί και η σουπιά ακίνητη, στο ίδιο μέρος, έπαιζε με τα νεύρα του.
Τι να κάνει, τι να κάνει; Βλέπει ένα βράχο εκεί δίπλα, σκύβει τον βουτάει πάει πάνω από τη σουπιά και μπαααμ της τον φοράει κολάρο. Το πλάκωσε το ζώο το οποίο άρχισε από κάτω να χτυπιέται και να γεμίζει τη θάλασσα μελάνι. Ο δικός μας μέσα στην αδρεναλίνη λέει να πιάσει τη σουπιά. Τη ζωντανή σουπιά επαναλαμβάνω. Ε, αυτό ήταν. Η σουπιά ζωντανή δεν πιάνεται με το χέρι που να είσαι μάγος της μαγικής. Και όπως ήταν φυσικό, γλίστρησε και ως σουπιά χάθηκε μέσα στη θολούρα και τα μελάνια. Και ο φίλος μας έμεινε χωρίς μαλάκιο… στο χέρι. Ο καημένος…
Τη σκηνή την είχα δει και ακόμη θυμάμαι τον καημένο τον τύπο να χοροπηδάει σαν δαιμονισμένος στην «αμμόεσα Πύλο» – έτσι λέει ο Όμηρος την αμμουδιά της Γιάλοβας – και να βλαστημάει Πειραιώτικα, καθώς ο ήλιος πήγαινε να δύσει πίσω από το κάστρο του Παλιοναβαρίνου.
Ωραία… Από τότε και κάθε καλοκαίρι σκέφτομαι κόσμο και ντουνιά με βράχους να κυνηγάνε ψάρια και μαλάκια. Ο άνθρωπός μας δημιούργησε νέα σελίδα δόξας στο μοντέρνο ψάρεμα. Νέα μέθοδος ανατέλλει από τα γαλανά νερά της Γιάλοβας. Το σατανικό εργαλείο που λέγεται κοτρόνα. Είναι αποτελεσματικό, είναι γρήγορο, είναι σύγχρονο, είναι δωρεάν. Δεν ξέρω βέβαια πόσα ψάρια θα πιάσει κάποιος πετώντας κοτρόνες. Ξέρω με βεβαιότητα πως έχει εξασφαλίσει θέση στο πάνθεον της ελληνικής κωμικής λαογραφίας.
Κάτι είναι κι αυτό.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.