Αυτή είναι μια μικρή ιστορία από ένα νησί του Ιονίου που μου διηγήθηκε ένας ψαράς. Μια ιστορία για τη δικαιοσύνη της θάλασσας, για το ψάρεμα, την αγάπη και το ελληνικό καλοκαίρι.
Είχαν ξανάπαει στο νησί. Τους άρεσε. Ήταν ήσυχο, είχε ωραίες αμμουδιές να ευχαριστηθούν όλοι, να λιώσουνε στον ήλιο και τα κορίτσια, είχε ωραίες βόλτες για τις ήσυχες μέρες μα περισσότερο απ όλα γιατί είχε στα βόρεια κάτι εκπληκτικές βραχονησίδες, τα Μοσχάρια, οι οποίες κάποιες μέρες θύμιζαν υποβρυχίως την ψαραγορά του Τόκιο: αδιανόητα πλούσιες σε ψάρια.
Οι δύο φίλοι το διασκέδαζαν δεόντως έπαιρναν όσα ήθελαν να φάνε πούλαγαν και κάνα άσπρο στον ταβερνιάρη να μην τους γκρινιάζει και όλα ήταν πρίμα. Και φέτος έτσι ήταν όλα. Μόνο που κάτι είχε πάει στραβά. Ένας επαγγελματίας είχε δει κάπως αλλόκοτα τις ψαριές των παιδιών. Και να πεις ότι ήταν προκλητικοί; Κάθε άλλο. Εξάλλου τα ψάρια τα έτρωγαν και το μικρό σπρώξιμο γινόταν πάντα διακριτικά.
Ο τύπος όμως όλο και στράβωνε με τα παιδιά. Στραβοκοίταγε και τα κορίτσια τα οποία βέβαια ήταν κούκλες και καθώς και τα αγόρια είναι και αυτά όμορφα, γυμνασμένα και κεφάτα (ψαροκυνηγοί με ελεύθερη δηλαδή) το σύνολο ήταν πολύ ωραίο, πολύ λαμπερό για τη μίζερη ζωή που ζούσε ο ψαράς μας. Ο οποίος ήταν ένας βρομιάρης με μια κοιλιά σαν τυμπανιαίος γάιδαρος, οι ψαριές του ήταν κάτι παραπάνω από θλιβερές και γενικώς σάπιζε αξούριστος στον καφενέ, με ούζα, δηλωτές και πρέφες. Και του φταίξανε τα παιδιά.
Αρχικά ξεκίνησε με απειλές. «αν ξαναφέρετε ψάρια στην ταβέρνα θα σας κάνω ζημιά. Αληταράδες που ήρθατε να μας πάρετε τα ψάρια…». Οι μάγκες έδωσαν τόπο στην οργή. Δυο πρωινά μετά όμως ο ξεφτίλας βρήκε τα κορίτσια στο δρόμο και τα έβρισε χυδαία. Εκείνες έβαλαν τα κλάματα. Οι μάγκες πήγαν να τον βρουν να του ξηγήσουν το όνειρο αλλά ήταν άφαντος. Το βραδύ επίσης άφαντος. Το άλλο πρωί στο μόλο το μικρό τους φουσκωτό έπλεε κουρελιασμένο και μισοβυθισμένο: η εξωλέμβια ήταν όλη νύχτα μισή μέσα στο νερό σβηστή. Λιμεναρχείο δεν υπήρχε, η αστυνομία ήταν εντελώς διακοσμητική, άκρη δεν έβγαινε με τη ζημιά. Πικράθηκαν τα παιδιά.
Σιχάθηκαν και το νησί και τους ψαράδες του, μάζεψαν τα κορίτσια και το καημένο το σκαφάκι και με το πρώτο πλοίο έφυγαν ρίχνοντας κι ένα φάσκελο στο κωλόνησο. Φεύγοντας όμως είδαν στο μόλο τον ψαρά που λέγαμε να τους βλέπει στην κουπαστή με τους κολλητούς του και να χέζονται όλοι στο γέλιο. Ο τύπος έκανε και χειρονομίες. Το μάτι του ενός φίλου σκοτείνιασε. «Δεν τελειώσαμε» είπε μέσα του.
Τα παιδιά καθώς είχαν ακόμη διακοπές πέρασαν στο απέναντι νησί τρία μίλια μόλις από το προηγούμενο. Δυο βράδια μετά υποδέχονταν έναν κολλητό τους από την Αθήνα, ένα ξερακιανό μουλωχτό, με δυο βαλίτσες που δεν τις άφηνε με τίποτε από τα χέρια του.
Το επόμενο βράδυ, η παρέα είχε κάτσει για ουζάκι στον μόλο. Το απέναντι νησί φαινόταν καθαρά. Στο λιμάνι οι βαρκούλες λικνίζονταν ήσυχα. Ξαφνικά στην γλυκιά γαλήνη του δειλινού ένας εκκωφαντικός θόρυβος τράνταξε τον τόπο. Ένα καΐκι στο απέναντι από τα παιδιά νησί είχε ανατιναχτεί σαν βαρελότο. ΟΙ φίλοι έβγαλαν τα κιάλια. Είδαν στο μόλο κόσμο να βλέπει τους καπνούς τα διαλυμένα μαδέρια και την λίγη φωτιά πάνω στο νερό. Το καΐκι ανήκε στη ναυτιλιακή ιστορία της Ελλάδας. Είδαν ακόμη ανάμεσα στον κόσμο έναν τύπο να τραβάει τα μαλλιά του κλαίγοντας, οι άλλοι τον χτυπούσαν στην πλάτη με συμπόνια. Ήταν απαρηγόρητος. Ήταν ο ψαράς που απειλούσε τα παιδιά. Το καΐκι του είχε ανατιναχτεί…
Τα παιδιά ύψωσαν τα ποτήρια με το ούζο. Τα κορίτσια χαμογελούσαν. «Στη μοίρα…» είπε ο ένας. Τσούγκρισαν ευδιάθετοι… Η νύχτα ήταν γλυκιά…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.