Η Καλιακούδα και η Χελιδόνα είναι δυο βουνά της Ευρυτανίας, ας πούμε γειτονικά. Βαθιές χαράδρες τα σκίζουν σε τοπία πολυπρισματικά, ο φθινοπωρινός ήλιος θαμπώνει τα βελανιδοδάση και τους γυμνούς γκρεμούς, απ όπου και να κοιτάξεις τα πανοράματα τους νομίζεις ότι είσαι μέσα σε μια οφθαλμαπάτη, το βάθος πεδίου μπερδεύει τον αμφιβληστροειδή. Οι διαδρομές τους είναι ασύγκριτα όμορφες και η ιστορία τους πονεμένη, μιας και αυτά ακριβώς τα βουνά ήταν το θέατρο των επιχειρήσεων στη Ρούμελη κατά τη διάρκεια του τελευταίου Εμφύλιου πολέμου.
Πριν χρόνια, σε ένα από τα πολλά μας ταξίδια εκεί συνάντησα ένα φάντασμα! Το οποίο όμως δεν ήταν φάντασμα (όπως ανοήτως νόμισα), ήταν ένας ακμαίος και θαλερός ορεσίβιος. Απλώς ήταν ένας εν ζωή αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού!
Έτσι λίγο πριν φύγουμε από τα βουνά του εμφυλίου πήγαμε να δούμε μια ζώσα μνήμη εκείνων των πονεμένων καιρών. Πάνω από το Μεγάλο Χωριό, μέσα στα δάση του Άθανου ζούσε τότε ο καπετάν Φώτης Βονόρτας.
Μας υποδέχτηκε ροδομάγουλος, βραχύς το δέμας, με τσιγκελωτό μουστάκι και το μαύρο καλπάκι του βοσκού. Η καλύβα του ήταν ένα χάος από κουδούνια, κριαροκέφαλα, στρατιωτικά παγούρια, χλαίνες, ψησταριές, αποκόμματα για τον εμφύλιο, το ψήφισμα των Κορυσχάδων. Ολόγυρα σκούρα έλατα βούιζαν στο αεράκι του Σεπτέμβρη.
«Ήμουν Επονίτης στον πόλεμο στο νοσοκομείο του Λαϊκού Στρατού στο σχολείο του Μεγάλου Χωριού. Τον Άρη; Ε πως, τον ήξερα. Μίλαγε στα χωριά για το κλαρί, γεροδεμένος, άφταστος στα λόγια. Μετά τη Βάρκιζα άρχισε το κυνηγητό. Βγήκαμε το ‘47 στο βουνό. Οι άλλοι ήταν άπραγα παιδάκια. Παραδίνονταν όλοι και παίρναμε το ρουχισμό τους.»
Ο καπετάνιος μας κέρασε τραγουδόσπορο (τσίπουρο ντε) και κατίκι που στέγνωνε σε κρεμασμένες τσαντήλες έξω από το καλύβι. «Χρόνια στο βουνό, άδεια χωριά, καμιά γάτα , κάνα σ’κλί… Άμα ήταν κάνα γαϊδούρι το τρώγαμε..».
Μέσα από τα μουστάκια του ξετυλίγονται εικόνες της μεγαλύτερης νεοελληνικής τραγωδίας μετά τη μικρασιατική καταστροφή: ίχνη από μπότες στη λάσπη, φαντάροι στις κερασιές να τρώνε άπληστα, αντάρτες μέσα στις φτέρες, κυνηγητό στον Κρικελλιώτη, άνθρωποι να τρέχουν σα λαγόπουλα σε βροχή από σφαίρες, ένα γεύμα με μικρά γεράκια, φωτιά με κεδράκια που δεν κάνουν καπνό, σύλληψη στο φαράγγι, φυλακές παντού, εξορία στη Λέρο, μετά δύσκολη συμβίωση σε μια διχασμένη Ελλάδα γεμάτη ΤΕΑ, χωροφύλακες και ανακρίσεις.
- Ε, καπετάνιε θυμάσαι κάνα τραγούδι…
- Ιένα παρτιζάνικο ε; λέει και κλείνει τα μάτια να το βγάλει από μέσα του.
«Σηκώνομαι πολλά πρωί τρεις ώρες πριν να φέξει
παίρνω νερό και νίβομαι και ζώνω τ’ άρματα μου
και παίρνω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια
βρίσκω λημέρι αντάρτικο βρίσκω ένα τραυματία
τον Επονίτη βρε παιδιά βαριά τραυματισμένο…»
Η φωνή βαριά, δωρική, δρύινη, θρυμματίζει τον δεκαπεντασύλλαβο, ξετρυπάει τα δάση, μπλέκεται με τα κουδούνια, την τραγίλα και το απαλό βουνίσιο αεράκι. Το ίδιο αεράκι που φουσκώνει τα σταφύλια στη Χελιδόνα, ανθίζει τους ήλιους στο Κλαψί, φέρνει το χιόνι και τη βροχή στην Καλιακούδα, κιτρινίζει τα πλατάνια και τις βελανιδιές στον Κρικελοπόταμο, ,φέρνει τη σκουριά σε ένα τρυπημένο κράνος πεταμένο στα κοτρόνια, παγώνει τις υδάτινες κουρτίνες στο Πανταβρέχει, ρίχνει χάμω τα κάστανα στα Ψιανά, χτυπάει τα παραθυρόφυλλα στο Κρίκελλο, κάνει τα αιώνια ελατοδάση να βουίζουν πάνω από τις χαράδρες, παλιώνει το ελασίτικο τρύπιο δίκοχο του μπάρμπα Φώτη μπροστά στο κάδρο του Άρη.
– «Οι περιπέτειες κάποτε ξεσπάνε…», μας φωνάζει, θαλερός μπροστά στο ξέφωτό, καθώς φεύγουμε.
Δίκιο έχει. Και όσον αφορά στον Εμφύλιο έχει δυο φορές δίκιο αφού τελείωσε πια…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.