Από τα χρόνια των εκδόσεων Road, μας έλεγαν διάφοροι καλοί αναγνώστες των ταξιδιωτικών μας οδηγών για την Ανεξερεύνητη Ελλάδα: «Μα μην αποκαλύπτετε τα μυστικά μέρη, θα τα μάθουν κι άλλοι και θα χαλάσουνε…». Τι πιο εύλογο δηλαδή? Δυστυχώς όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Διότι καθόλου δεν χρειάζεται να γίνουν διάσημα τα κρυφά μυστικά της Ελλάδας για να χαλάσουν. Μπορούν κάλλιστα και να χαλάσουν από μόνα τους: ιδιοκτήτης, μεγάλο fund, αγοραπωλησία εκατοντάδων παράκτιων στρεμμάτων, ηλιοβασίλεμα, θέα, τουρίστες, κέρδη, κάπως έτσι είναι η κλίμαξ δηλαδή. Και οι υπόλοιποι τα κουβαδάκια τους και σε άλλη παραλία…
Η παραλία που δείχνει η φωτογραφία βρίσκεται στη Τζιά, ένα πολύ όμορφο και πολύ ταλαίπωρο νησί, μεγάλη αγάπη του γράφοντος. Πρωτοείδα αυτή την ακτή όταν ακόμη είχε μια παρθενική αγνότητα, στο μακρινό 1998 όταν έφτασα Μάρτη μήνα εδώ με τη μοτοσικλέτα μου, σκονισμένος από τον κακοτράχαλο χωματόδρομο. Πέρασαν χρόνια και ξανάρθα εδώ με το σκάφος μου, η παραλία μου φάνηκε ακόμη πιο γοητευτική, ειδικά έναν όχι πολύ μακρινό Οκτώβρη: η ομορφιά της, καθώς η έρημη πλαγιά μοσχοβόλαγε βρεγμένο χώμα και θυμάρια κάτω από μια ελαφριά συννεφιά, μου φάνηκε ανήκουστη. «Μα πως δεν έφτασαν εδώ να χτίσουν?» αναρωτιόμαστε κάθε φορά.
Ε, ήρθαν λοιπόν… Έφτασαν τα παιδιά!
Τον Ιούνη του 2020 πέρασα ανοιχτά από την παραλία οδηγώντας νότια, προς Κούνδουρο. Πλησίασα να δω τα πάμπολλα τσιμεντένια κουτάκια που ξεφύτρωσαν στις πλαγιές, τους δρόμους που φτάνουν ως εκεί διαλύοντας τις παλιές ξερολιθιές, τις θηριώδεις μπετονιέρες στημένες πίσω από τα χοντρά αλμυρίκια της αμμουδιάς. Η παραλία τελείωσε ως παραλία. Υποδέχθηκε την ανάπτυξη και με το καλό να υποδεχτεί και τους πελάτες του το πεντάστερο θηρίο από πάνω…
«Δε βαριέσαι… Αυτή είναι η μοίρα της παράκτιας Ελλάδας» σκέφτηκα. Η μοίρα που είχε δει ο Jacques Lacarriere, o Patrick Lee Fermor, o Lawrence Durrell, o Henry Miller και τόσοι άλλοι «παλιοί αγαπημένοι» της ταλαίπωρης αυτής χώρας.
Το βράδυ, ξαπλωμένος στην πλώρη στα Ξύλα, διάβασα για τις ιστορίες των δαιμόνων και των ξωτικών στη Τζιά, για τις δεισιδαιμονίες και τους εξορκισμούς και τα μάγια (και στην Κύθνο είχαν μια μανία με βρικόλακες και λοιπά πλάσματα της νύχτας). Μια πρακτική για την επαναφορά θύματος σαλεμένου από τις νεράιδες, μου θύμισε το μεγάλο αλμυρίκι της παραλίας που αποχαιρετήσαμε για πάντα.
«Γι’ αυτούς που μάγεψαν οι Νηρηίδες καθώς κοιμόντουσαν κάτω από ένα δέντρο, εφαρμόζεται η παρακάτω θεραπεία. Κάτω από το δέντρο έρχεται μια γριά που ψιθυρίζει μυστικές λέξεις και αφήνει ένα πιάτο με ψωμί, μέλι και άλλα γλυκά, ένα μπουκάλι καλό κρασί, ένα μαχαίρι, ένα πιρούνι, ένα άκαφτο κερί ένα ποτήρι και ένα λιβανιστήρι, όλα αυτά σκεπασμένα από ένα λεπτό κομμάτι ύφασμα. Η γριά φεύγει ώστε οι Νηρηίδες να μπορούνε να φάνε ανενόχλητες και μετά, ευχαριστημένες, ίσως θελήσουν να ξαναδώσουν την υγεία του στον μαγεμένο…» .
Αυτός ο εξορκισμός ήταν πολύ δημοφιλής τον 19ο αιώνα.
Σήμερα, ό,τι ξόρκι και να κάνουμε στο αλμυρίκι του Βρόσκοπου (αυτή είναι η «χαμένη» για πάντα παραλία), δεν γίνεται τίποτε. Τα τσιμέντα είναι πιο ισχυρά και από τα μάγια όλων των νεράιδων της Κέας μαζί…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.