Στην δυτική άκρη της Πελοποννήσου και πάνω από τα ήσυχα νερά του Ιονίου υπάρχει ένα από τα πιο αγαπημένα μου οινοποιεία του Μοριά. Βρίσκεται στη γειτονιά του Κορακοχωριού σε ένα τόπο όλο χαμηλά χωράφια με κηπευτικά και ελαιώνες και μικρούς λόφους με πεύκα. Είναι το κτήμα Μερκούρη το οποίο παράγει και μερικά από τα καλύτερα μοραΐτικα κρασιά. Είναι ένα μαγευτικό αγρόκτημα με διατηρημένα παλιά νεοκλασικά κτήρια και ατμοσφαιρικούς κήπους που θυμίζουν Τοσκάνη. Στο μικρό του μουσείο θυμάμαι είχα δει να περνάει μπροστά μου όλη εκείνη η ιστορική περίοδος της μαύρης σταφίδας στα τέλη του 19ου αιώνα. περιδιαβαίνοντας τους κήπους όμως με ένα ποτήρι κόκκινο refosco στο χέρι είδα ένα μικρό ξεχασμένο άγαλμα να κοιτάζει σιωπηλό τους φοίνικες και τις θεριεμένες κληματσίδες. Σε αυτή τη μεριά του κτήματος δεν έφταναν οι πιο πολλοί επισκέπτες, ένα μικρό σπιτάκι ήταν κρυμμένο στην πυκνή βλάστηση και στα λουλούδια, μεγάλα πεύκα έκρυβαν τη θάλασσα από το βλέμμα.
Το άγαλμα μου θύμισε τον Φαύνο ή τον θεό Παν, αν και μάλλον ήταν ένας μικρός Διόνυσος, ή κάποιος από της συνοδεία του θεού, στεφανωμένος με σταφύλια και με το κύπελο άδειο στο ένα χέρι. Το εφηβικό του σώμα είχε μόνο τις σκιές τις υγρασίας, αυτά ήταν τα μόνα σημάδια του χρόνου πάνω του. Στεκόταν με ένα αινιγματικό χαμόγελο να μετράει μελαγχολικός τις μέρες μέσα από τις βροχές και τις λιακάδες της Ηλείας. Στάθηκα εκεί να τον κοιτάζω και τότε θυμήθηκα το ομώνυμο ποίημα του Καβάφη για τη συνοδεία του Διονύσου. Νομίζω ότι εκεί στην δροσερή άκρη του Κτήματος Μερκούρη είναι ο καλύτερος τόπος για να το διαβάσει κάποιος. Με ένα ποτήρι ωραίο κόκκινο κρασί στο χέρι φυσικά…
Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό
στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό
μάρμαρο επεξεργάζεται την συνοδεία
του Διονύσου. Ο θεός με θεσπεσία
δόξαν εμπρός, με δύναμι στο βάδισμά του.
Ο Άκρατος πίσω. Στο πλάγι του Aκράτου
η Μέθη χύνει στους Σατύρους το κρασί
από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί.
Κοντά των ο Ηδύοινος ο μαλθακός,
τα μάτια του μισοκλειστά, υπνωτικός.
Και παρακάτω έρχοντ’ οι τραγουδισταί
Μόλπος κ’ Ηδυμελής, κι ο Κώμος που ποτέ
να σβύσει δεν αφίνει της πορείας την σεπτή
λαμπάδα που βαστά· και, σεμνοτάτη, η Τελετή.—
Αυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’ αυτά
ο λογισμός του κάθε τόσο μελετά
την αμοιβή του από των Συρακουσών
τον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.
Με τ’ άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζί
σαν μπουν, ως εύπορος σπουδαία πια θα ζει,
και θα μπορεί να πολιτεύεται — χαρά!—
κι αυτός μες στην βουλή, κι αυτός στην αγορά.
(Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Συνοδεία του Διονύσου»)
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.