Για πολλούς τα Βατερά είναι η ομορφότερη παραλία της Λέσβου. Ίσως. Είναι αναμφίβολα όμως η μεγαλύτερη. Ιδού: οκτώ χιλιόμετρα καθαρής σταχτιάς άμμου με γαλανά, δροσερά και βαθιά νερά.
Το ίδιο το χωριό δεν είναι τίποτε όμορφο. Βατερά το έλεγαν από τα πολλά βάτα που είχε. Σήμερα εκτός από βάτα φυτρώνουν και πολλά ενοικιαζόμενα δωμάτια. Τίποτε δεν θυμίζει την αρχαία πόλη που ήταν εδώ. Η φευγαλέα μνήμη της ίσως….
Ένας χωματόδρομος φεύγει δυτικά από τα Βατερά και περνάει πάνω από τον Αλμυροπόταμο στα νερά του οποίο βόσκουν μυριάδες νεροχελώνες. Το τζιπ τραντάζεται καθώς παρακάμπτω δίπλα στο ύψωμα του Αηγιάννη του Ερημίτη. Εδώ κάποτε μαζεύονταν κάτοικοι από τα γύρω χωριά για να παρακολουθήσουν τη στρατιωτική άσκηση «Παρμενίων» που εξελισσόταν μέσα στον όρμο των Βατερών.
Σταματάω για λίγο δίπλα στο χωματόδρομο για να δω ένα πέτρινο πηγάδι – τη Αχχιλειοπηγάδα. Οι ντόπιοι θρύλοι τη συνδέουν με τον Αχιλλέα και την αρπαγή της Βρισηίδας, η οποία υποτίθεται ζούσε στην αρχαία πόλη Βρίσα που βρισκόταν εδώ (το σημερινό ομώνυμο χωριό είναι πιο ψηλά, στην ενδοχώρα). Η αλήθεια είναι πως ο Όμηρος ήθελε τη Βρίσα γεννημένη στη Λυρνησσό της Μικράς Ασίας. Μυρίζω το κομμένο χορτάρι ακούγοντας τους λιγοστούς κορυδαλλούς. Α ρε τη φουκαριάρα τη Βρισηίδα… Ο Αχιλλέας σκότωσε τον άντρα της, τον Μύνη, και τους τρεις αδελφούς της και την πήρε μαζί του. Και μετά του την πήρε ο Αγαμέμνονας και έγινε στο τρωικό ακρογιάλι αληθινά ομηρικός καβγάς. Τώρα οι μύθοι στοιχειώνουν στο παλιό πέτρινο φιλιατρό της πηγάδας.
Ακολούθησα το δρόμο που ανηφορίζει μέσα στους ελαιώνες και τα πεύκα προς την άκρη του κάβου στον Άγιο Φωκά. Ένα άσπρο εκκλησάκι στέκει φύλακας του κάβου εκεί που ήταν κάποτε, πριν μερικές χιλιάδες χρόνια ένας αρχαίος ναός του Διονύσου Βρισαγενούς. Κάπου εδώ υπήρχε η πόλη που ίδρυσε ο αρχαίος Μάκαρας και λεγόταν Βρίσα. Κάποτε καλλιεργούσαν εδώ αμπέλια για αιώνες. Για αυτό λάτρευαν και το Διόνυσο, σε αυτό το γραφικό ακρογιάλι.
Ο ναός του Διονύσου είχε λένε κάποτε και ψηφιδωτό. Είχε και περισσότερα λείψανα αλλά οι ντόπιοι για πολλά χρόνια τα έβαζαν «κλειδιά» στα ασβεστοκάμινα. Τα έκαναν ασβέστη και τον πουλούσαν. Έτσι μου έλεγε ο ψαράς Δημήτρης Αγγελέρος καθώς καθάριζε τα δίχτυα του. Στο λιμανάκι, που έχει δεμένη τη βάρκα του είναι στρωμένος ο βυθός με πλάκες. Λένε πως σκόπιμα τις είχαν ριγμένες από τα παλιά χρόνια για να μην μπορούν να δέσουν εδώ τα πειρατικά καράβια.
Έχει ησυχία το λιμανάκι στις μέρες μας. Δεν έχει πειρατές. Μόνο καΐκια μεγάλα, αραγμένα, που τρυγάνε τους τρομερούς γειτονικούς ψαρότοπους της νότιας Λέσβου. Ένα «πλατς» σπάει τη γαλήνη στο ακίνητο νερό. Ο Δημήτρης πέταξε ένα ψόφιο κάβουρα από το δίχτυ. «Όλο σπαρέλια, και μπακαλιαρέλλια έχει σήμερα» μου λέει. Δυστυχώς οι συναγρίδες δεν πέρασαν από τα στέκια τους.
Δίπλα από τους κίονες του αρχαίου ναού απολαμβάνω το ηλιοβασίλεμα. Οι ακτές της δυτικής Λέσβου σκοτεινιάζουν με ένα μαβί απαλό σκοτάδι. Μια πυκνή μυρωδιά σκίνου και θυμαριού πλημμυρίζει τον κάβο. Σκέφτομαι τη νύμφη Βρίσα που ανέθρεψε το Διόνυσο. Κάποιοι μύθοι λένε πως μια νύμφη Βρίσα ήξερε να φτιάχνει το μέλι και δίδαξε τη μελισσοκομία στους ανθρώπους. Σκέφτομαι πάλι και τη Βρισηίδα.
Έμπλεξα κανονικά… Όμως βγάζεις άκρη εύκολα με τους μύθούς;
Δε βγάζεις…
Που βρίσκομαι;
Τα Βατερά βρίσκονται πολύ κοντά στον Πολιχνίτο, ο οποίος απέχει 45 χλμ. από την πρωτεύουσα της Λέσβου (στην οποία μπορείτε να πάτε ακτοπλοϊκά από τον Πειραιά και αεροπορικά από το αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος). Ο ταχύτερος δρόμος για να έρθετε εδώ είναι και ο μοναδικός: μέσω Πολιχνίτου και του χωριού Βρίσα.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.