Οπωσδήποτε ο τίτλος είναι παραπλανητικός. Στη Μακρόνησο? Στο ακατοίκητο νησί, τόπο εξορίας από αιώνες, τόπος βασανισμού και εκτελέσεων στα μεταπολεμικά χρόνια? Εδώ εξοχικό? Μα εδώ δεν έχει εξοχικά… Μα δεν είναι έτσι…. Αποκαλώ τη Μακρόνησο το εξοχικό μου αφού σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο που ο καιρός επιτρέπει έρχομαι εδώ με το σκάφος μου για να πιάσω το δείπνο μου. Όχι, δεν βγαίνω στην στεριά. Οι ακτές με νοιάζουν… Εκεί βρίσκω και ψάρια και ιστορίες σαν κι αυτή…
Η λιακάδα και ο μαλακός Γαρμπής μας είχαν φτιάξει τρομερά τη διάθεση. Οδήγησα τα λίγα μίλια από τον Πάτροκλο ως το Σούνιο απολαμβάνοντας τη θέας τον ανοιχτό ορίζοντα. Πούσι καθόλου. Ως κι η Σέριφος μαύριζε τέρμα νότια. λίγα δελφίνια ανοιχτά από τα Λεγρενά έπαιξαν λίγο με τους αφρούς της πλώρης μου και μετά χάθηκαν. Η Μακρόνησος φάνηκε για τα καλά μόλις αφήσαμε τις Καβοκολώνες, που γύρω τους μυρμήγκιαζαν οι πρωινοί τουρίστες του Σαββάτου.
Είπαμε να βουτήξουμε στο νότιο κάβο της Μακρονήσου και στην ξέρα. Αλλάξαμε δίπλα στην υπήνεμη παραλία με τα χοντρά βότσαλα κάτω από τα ερειπωμένα κτήρια των παλιών στρατοπέδων. Παράταιρα έχασκαν αδειανά μέσα στην εκτυφλωτική ομορφιά του ανοιξιάτικου πρωινού. Οι θάμνοι και τα αγριολούλουδα έπνιγαν τους παλιούς πέτρινους τοίχους, γίδια έβοσκαν αμέριμνα στις αφάνες και τα δροσερά αλμυρά χορταράκια του γιαλού, που και που κάνα αγριοκούνελο ξανάμπαινε στην κοκκινωπή του σπηλιά και τα μεγάλα κοπάδια των γλάρων της Μακρονήσου χάλαγαν τον κόσμο με τα κρωξίματα τους.
Η μέρα κύλησε με ωραίες βουτιές και λίγα ψάρια. Απογευματάκι είπαμε να αράξουμε στον όρμο Αγκάλιστρο για καφέ και ξεκούραση, να βάλουμε και κάνα μπισκότο και σταφίδες στο στόμα μας. Ένα ψαροκάικο ήταν αραχτό κατάγιαλο, και νετάριζε τα δίχτυα του. Η ξινή μυρωδιά από φύκια και καβούρια έφτανε ως το δικό μας πλεούμενο. Ένας γέρος καπετάνιος μας έγνεψε να πλησιάσουμε.
Έφερα το φουσκωτό από σταβέντο να μη με κοπανάει στο ξύλο και καλησπερίσαμε την παρέα. Οι δυο Αιγύπτιοι δούλευαν στωικά με τα δίχτυα τους. Ο γέρος είχε ψήσει καφέ και απλώς άλλαζε τσιγάρα στο στόμα του ασταμάτητα, λες και ήταν βιδωμένα εκεί από την μέρα που γεννήθηκε. Μας κέρασε καφέ, πιάσαμε την κουβέντα για ψαρέματα και θάλασσες.
– Και τι ξέρεις για τη Μακρόνησο μάστορα; τον ρώτησα
– Ε, τι να ξέρω…, έρχομαι για ψάρεμα πότε πότε. Λες για τα στρατόπεδα;
– Όχι λέω για την ιστορία του. Το λέγανε νησί της Ελένης, το ήξερες;
Με κοίταξε σαν να έβλεπε συναγρίδα με πόδια…
-Που να το ξέρω; Και γιατί έτσι;
– Γιατί λένε πως εδώ σταμάτησε ο Πάρης για λίγο όταν έκλεψε την Ωραία Ελένη από τη Σπάρτη.
– Εδώ βρήκε να σταματήσει; απάντησε γελώντας. Εδώ ούτε νερό έχει, ούτε τίποτα… ρε παιδάκι μου.
– Ε μα τους κυνηγούσαν ρε καπετάνιε…του απάντησα.
– Και τι έγινε; τους πιάσανε; ρωτάει τινάζοντας τη στάχτη στο νερό, βγάζοντας ένα ρογχώδες γέλιο.
Ήταν βέβαιο ότι είχε καιρό να ακούσει για την Ιλιάδα… Ούτε βέβαια έχει διαβάσει Παυσανία. Ούτε και του καιγότανε καρφί για το νησί της Ελένης, αν το λέγανε Μακρόνησο, ή Κρανάη ή Νέα Υόρκη. Μονό το τσιγάρο του καιγότανε πάντως…
Χαμογέλασα… Νησί της Ελένης αυτός αγριότοπος…. της ωραίας Ελένης κιόλας…
– Μπα, παραμύθι ήταν καπετάνιε…, του είπα με συγκατάβαση.
– Ε, βέβαια, ποια Ελένη εδώ ρε παιδάκι μου… μόνο φίδια έχει …, απάντησε πετώντας ταυτόχρονα μια ψόφια σμέρνα στη θάλασσα, να μην του λερώνει άλλο τα δίχτυα του…
Χαιρετήσαμε, βάλαμε τις νιτσεράδες μας και βάλαμε πλώρη για Σούνιο…μέσα σε ένα δοξαστικό δειλινό. Μια πλεύση ονειρική…
Το νησί της Ελένης έμεινε πίσω στην αιώνια σιωπή του….
Αν και πριν φύγουμε ο καπετάνιος είχε βάλει στο κασετόφωνο νησιώτικα….
Που βρίσκομαι;
Στη Μακρόνησο, μόλις τρία μίλια από τις ακτές της Αττικής. Στο νησί μπορείτε να φτάσετε μόνο με δικό σας σκάφος ή να ναυλώσετε κάποιο από το λιμάνι του Λαυρίου. Κάποια δρομολόγια γίνονται επίσης τις ημέρες που πραγματοποιούνται εκδηλώσεις μνήμης στα παλιά στρατόπεδα.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.