«Καθένας μπορεί να είναι ψαράς τον Μάιο» έγραφε ο Χέμινγουεϊ. Με παρόμοια βεβαιότητα θα έγραφα κι εγώ πως «καθένας μπορεί να είναι φωτογράφος στα Μετέωρα». Διότι απλώς είναι το πιο φωτογενές τοπίο της κεντρικής Ελλάδας, με ένα απλό κινητό βγαίνουν απερίγραπτης ομορφιάς πανοράματα.
Όμως σήμερα ποιος βλέπει πια φωτογραφίες? Δεν έχει και τόση σημασία…
Το μονοπάτι προς την Αγία Τριάδας όμως είχε. Για μένα είχε μεγάλη σημασία. Γιατί ήθελα να ακολουθήσω λίγο τα βήματα των παλιών μοναχών ανάμεσα στους φοβερούς αυτούς κροκαλοπαγείς μονόλιθους, να νιώσω λίγο από το δέος των βράχων που συνθλίβουν τα μεγέθη. Μακριά από τα διάσημα πανοράματα της Ψαρόπετρας και τις τουριστικές διαδρομές των αυτοκινήτων.
Δεκέμβρης ήταν ασφαλώς. Άκουσα τα Σαρανταλείτουργα στην Κοίμηση της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα, με το φως των κεριών μόνο, εγώ ο μόνος παρών εκείνο το πρωί με το δριμύ χιονόνερο, κοιτώντας σαν χαζός τον φτιαγμένο από τα μάρμαρα μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής άμβωνα: ήταν χτισμένος στο κέντρο ακριβώς του ναού! Το καλντερίμι ξεκίναγε πίσω από το βυζαντινό αριστούργημα και γρήγορα άφηνε τα απώτατα σπίτια της κωμόπολης, αυτά που είναι χτισμένα ακριβώς στη ρίζα του βράχου της Αγιάς. Το μονοπάτι φιδογύριζε μέσα σε πυκνά πουρνάρια και φυλλίκια, ένα μικρό ρέμα το έκοβε στη μέση, σκουριασμένα φύλλα έπλεαν πάνω στο κρυστάλλινο νερό. Η κλίση σιγά σιγά μεγάλωσε, πίσω μου οι στέγες της Καλαμπάκας μίκραιναν ανάμεσα στους τιτάνιους βράχους, το τοπίο έμπαινε σε ένα κάδρο φτιαγμένο από λίθινες κολώνες, σε λίγο χάθηκε. Περπατούσα πάνω σε ένα παχύ στρώμα από λάσπη και ξερά φύλλα, ούτε πουλί δεν ακουγόταν, μόνο η ανάσα μου κοφτή, λαχανιασμένη, καθώς ανέβαινα τα σχεδόν κάθετα καγκέλια του μονοπατιού, από τη μύτη μου ο ιδρώτας έσταζε παγωμένος.
Σε 45 λεπτά περίπου βγήκα από το πυκνό δάσος με τα πουρνάρια και συνάντησα το μονοπάτι που οδηγεί στην είσοδο της Μονής Αγίας Τριάδας. Λαξευμένα σκαλιά στο βράχο ανηφορίζουν στην κορυφή, ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο θείο…
Δυστυχώς ήταν κλειστό, ένας μοναχός έμεινε πια.. τι να σου κάνει κι αυτός δηλαδή?
Δεν είδα τις τοιχογραφίες της κρητικής σχολής και την θέα στον Κόζιακα. Όμως είχε απέραντη γαλήνη εκεί στον λαξεμένο βράχο, κι εγώ είχα μαζί μου τη “Ρούμελη” του Πάτρικ Λη Φέρμορ. Άνοιξα να διαβάσω λίγο ξανά «Τα μοναστήρια του αέρα» και να μπω στην άλλη διάσταση του χρόνου που ανοίγει η καλή λογοτεχνία. «Κοιτούσαμε πολλή ώρα προς τα πάνω σιωπηλοί…».
Λίγο πριν σουρουπώσει άρχισα να κατεβαίνω από το ίδιο μονοπάτι. Μια νεαρή ορειβάτισσα από την Καλαμπάκα έκανε την απογευματινή της πεζοπορία στο παλιό καλογερικό μονοπάτι, φορώντας ένα υπέροχο κολάν, εντελώς ακατάλληλο για συναναστροφές με καλόγερους. Τη συνόδευσα στην επιστροφή προς το χωριό, τα τζάκια ύψωναν το απογευματινό τους θυμίαμα προς τον σταχτί ουρανό, τα χιόνια στην κορυφή του Κόζιακα φώτιζαν χαρωπά τα μελανά, θεοσκότεινα ελατοδάση.
- Το καλοκαίρι εδώ γίνεται το σώσε από πεζοπόρους, μου είπε το κορίτσι.
- Ευτυχώς δεν περνάνε πια από εδώ οι μοναχοί… απάντησα. Με τόσο κόσμο θα τους ενοχλούσε.
Χαμογέλασε… έπιασε την ειρωνεία του λόγου μου.
- Ναι βέβαια… Στα μοναστήρια ίσως να μην τους ενοχλεί τόσο… είπε.
Είδα πως γέλαγε.
- Θα γινόσουν ποτέ μοναχή? την ρώτησα. Είχα διάθεση για πείραγμα.
Με κοίταξε με τα ωραία καστανά της μάτια και γέλασε δυνατά.
- Δεν ξέρω… δεν ξέρω… ίσως το σκεφτόμουν πάντως… είπε αποφασιστικά.
Έμεινα έκπληκτος…
- Μπα… πως κι έτσι? ρώτησα όλος απορία…
- Είναι που είμαι άνεργη…. Καταλαβαίνεις ε? είπε με σοβαρό τόνο.
Την κοίταξα το ίδιο σοβαρός. Και τότε έβαλε τα γέλια…
- Σε πειράζω… μου είπε… Δεν θα το έκανα βεβαίως… έχω δουλειά, σερβίρω σε μια καφετέρια…
Κούνησα το κεφάλι μου και χαμογέλασα κι εγώ… Ήταν δύσκολο να βγάλεις το κολάν για να βάλεις το ράσο, όπως και να το δεις…
Σε λίγο φτάσαμε στα πρώτα σπίτια της Καλαμπάκας, ακούγοντας τις καμπάνες του εσπερινού. Μου αρέσουν πάντα οι καμπάνες του εσπερινού.
Και στη συνοδό μου άρεσαν… Έτσι μου είπε τουλάχιστον…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.