Στο χωριό είχα πάει κάποιες φορές πριν χρόνια όμως. Η τελευταία φορά ήταν ένα καλοκαιρινό απόβροχο. Ήμουν εκεί μετά από 17 χρόνια και κοίταζα την θέα στη λίμνη Πολυφύτου. Ίδια και πάντα εντυπωσιακή, και η θέα και η λίμνη, Το καινούριο για μένα ήταν ένα μνημείο, χτισμένο δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Το χωριό λέγεται Νεράιδα. Δεν είναι παλιό. Δεν είναι γραφικό. Είναι όμως χτισμένο σε ένα λόφο με πανοραμική θέα, ακριβώς πάνω από τη λίμνη Πολυφύτου και λίγο μετά την έξοδο της μεγάλης γέφυρας στις βόρειες ακτές της λίμνης. Το χωριό χτίστηκε μετά τη δημιουργία του φράγματος Πολυφύτου, τη δεκαετία του 1970, όταν τα νερά του Αλιάκμονα πλημμύρισαν την κοιλάδα και το παλιό χωριό παρέμεινε για πάντα στο βυθό. Το παλιό χωριό στην Τουρκοκρατία λεγόταν Εκμέκ Σου, δηλαδή πηγή του ψωμιού, μάλλον από τα μεγάλα του σταροχώραφα και τις πολλές πηγές που είχε ολόγυρα. Το νέο χωριό μοιάζει δε σαν να αναδύθηκε από τα νερά της λίμνης, ενδεχομένως γι αυτό έχει και το νεραϊδένιο όνομα.
Το βυθισμένο χωριό – και κατά συνέπεια και το καινούριο – φτιάχτηκε κυρίως από πρόσφυγες από την περιοχή του Πόντου και ειδικά από το χωριό Εντίκ Πουνάρ, της περιοχής Έρπαα, η οποία στην αρχαιότητα λεγόταν Ηράκλεια. Αυτοί που έφτιαξαν τη Νεράιδα ήταν χωριανοί και συγγενείς του Αναστάσιου Παπαδόπουλου.
Αυτός είναι το παλικάρι που λέγαμε…
Ο Αναστάσης γεννήθηκε το 1895 στο Εντίκ Πουνάρ και το 1915 βγήκε αντάρτης στο κλαρί, δραπετεύοντας από τα τούρκικα Τάγματα Εργασίας. Ο Αναστάσης έστησε ένα σώμα αντάρτικο στο βουνό Τοπ Τσάμ και χτύπαγε τους Τούρκους όπου τους έβρισκε, προσπαθώντας να εμποδίσει τις διώξεις των χριστιανικών πληθυσμών. Αυτός ο θρυλικός Πόντιος ντεσπεράντο – ήγουν απελπισμένος – είχε φτιάξει κανονικό στρατό στα βουνά και με καταδρομικά χτυπήματα προσπάθησε να εμποδίσει όσο μπορούσε της σφαγές της γενοκτονίας των Ποντίων, μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών. Έγινε ένας λαϊκός ήρωας του Πόντου, ο επονομαζόμενος Κοτσά Αναστάς, δηλαδή Μέγας Αναστάσης.
Δυστυχώς η μοίρα τέτοιων ηρώων δεν είναι ποτέ ρόδινη. Οι Τούρκοι Τσέτες του έστησαν ενέδρα στο χωριό Εζενούς στις 2 Δεκεμβρίου του 1922 και τον σκότωσαν…
Θα ήταν ακόμη ένας αφανής ήρωας της ιστορίας του Ελληνισμού, αν οι συγχωριανοί του στη Νεράιδα δεν του έστηναν ένα ταπεινό μνημείο και αν ο κύριος Λάζαρος Παπαδόπουλος δεν έγραφε την ιστορία του, για να τη διαβάζουν οι ταξιδιώτες της Μακεδονίας.
Κάθισα κάμποσο και κοίταζα το ψηφιδωτό με τη μορφή του παλικαριού από τον Πόντο, ντυμένο με τα ρούχα της χαμένης πατρίδας του, να κοιτάζει τα μελανά νερά της λίμνης και τα σύννεφα του απόβροχου που κατέβαιναν από το βουνό Τίταρος, όμοιος με τους “αρχαίους ανθρώπους της Ανατολής” του Φώτη Κόντογλου. Ίσως να σκέφτεται και το παλιό χωριό που ησυχάζει στο θολό βυθό της λίμνης, μια δεύτερη χαμένη πατρίδα…
Αποχαιρέτησα τον Κοτσά Αναστάς και έφυγα καθώς άρχισε καινούριο ψιλόβροχο. Και περιέργως θυμήθηκα το γνωστό τραγούδι της Τραπεζούντας:
«… η Ρωμανία πέρασεν η Ρωμανία επάρθεν,
η Ρωμανία αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο…»
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.