Μέναμε τότε κοντά στην Πρέβεζα. Το Ιόνιο έφερνε τρομερές υγρασίες στο μπαλκόνι μας, τα βράδια μύριζαν φρέσκο γρασίδι και δροσερά φύκια. Ο κύριος Δημήτρης δεν με άφησε να περπατάω και με πήγε με το αυτοκίνητο ως τη Νικόπολη να απολαύσω τη λιακάδα από τα τείχη της και τα λαμπερά της λείψανα.
Οι εργάτες καθάριζαν την είσοδο από τα αγριόχορτα του χειμώνα. Ο χώρος ήταν ανοιχτός και άδειος. Καπνοί υψώνονταν κάπου μακριά στις όχθες του Αμβρακικού μέσα στο πρωινό πούσι. Στάθηκα στην Βασιλική Α’ την βασιλική του Δουμετίου, παλαιού αρχιεπισκόπου Νικοπόλεως. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στον μάρτυρα Δημήτριο. Χτίστηκε στα 550-575 μ.Χ. και διακοσμήθηκε με εξαιρετικά ψηφιδωτά δάπεδα.
Αυτά ήθελα να ξαναδώ.
Ένα πολύχρωμο πανόραμα γεμάτο ζωή απλωνόταν στα δάπεδα των παστοφορίων: πουλιά, ψάρια, κυνήγια, κυνηγοί, λουλούδια, παραδεισένια φυτά με περιπλοκάδες, ολόγυρα ένας γαλάζιος ωκεανός γεμάτος θαλάσσια όντα, κύματα , πουλιά και πράσινα φύλλα. Ανάμεσα τους όμως διέκρινα τη μορφή ενός νέου ψαρά. Φορώντας ένα μπλε κοντό παντελόνι και τίποτε άλλο βύθιζε με ένταση το πελώριο καμάκι του στο κεφάλι ενός αντίστοιχα πελώριου ρόδινου ψαριού. Άραγε να ήταν ένας ψαράς – κολυμβητής, ένας παλαιοχριστιανικός ψαροκυνηγος? Μήπως ήταν ένας ψαράς με τη βάρκα του, την οποία όμως δεν απεικονίζει διόλου ο καλλιτέχνης ? Μήπως είναι ένας ψαράς της ακτής (καίτοι σε ουδεμία ακτή δεν στέκεται)? Ουδείς θα μάθει. Ο νεαρός ψαράς αιωρείται σε ένα γαλανό και ιώδες συμπάν και καταφέρνει το θανάσιμο χτύπημα στο εντυπωσιακό του θήραμα (μάλλον συναγρίδα ή φαγκρί). Η κίνηση έχει μια φοβερή ζωντάνια τα χρώματα δε είναι απίθανα. Ολόγυρα πλέουν άλλα θηριώδη ψάρια, ροφοί και χριστόψαρα.
Οι μελετητές αποδίδουν στα ψηφιδωτά της Βασιλικής του Δουμετίου ένα βαθύ συμβολικό χαρακτήρα, πιθανώς να περιγράφουν την κοσμογονία, την κίνηση του Ηλίου, τη μάχη του καλού με το κακό και άλλα βαθυστόχαστα. Ποιος ξέρει? Ίσως να είναι έτσι. Εγώ πέρα από αυτά έβλεπα στα δάπεδα μιας παλαιοχριστιανικής εκκλησίας ένα μεγάλο ύμνο στη ζωή και τη φύση και στον άνθρωπο. Ο οποίος στο πρόσωπο του ψαρά κερδίζει τη μάχη και φέρνει φαγητό στο τραπέζι.
Μοιράστηκα τις σκέψεις μου με μια αρχαιοφύλακα που με πλησίασε μέσα στην ερημιά:
– Τα ψάρια είναι πολύ μεγάλα στα ψηφιδωτά, είχε φαίνεται πολύ ψάρι τότε.., μου είπε.
– Μάλλον οι διαστάσεις δεν είναι σωστές, είναι πιο ποιητική η απεικόνιση, απάντησα.
Δεν το σχολίασε.
– Σήμερα πάντως δεν έχει εδώ τόσο μεγάλα ψάρια ξανάπε, επιμένοντας.
– Κρίμα γιατί ήθελα να ρίξω μια βουτιά, της είπα.
– Είναι πολύ κρύα τα νερά, πήγαινε καλύτερα σε μια ψαροταβέρνα στην παλιά πόλη, μου είπε γελώντας.
Σκέφτηκα πως δεν είναι κακή ιδέα. Όμως η σκέψη του ψαρά με έβαλε στο φιλότιμο.
Αν και δεν είχα ελπίδα για ψάρια τρόπαια αποφάσισα να κατέβω στη θάλασσα, κοντά στην Πρέβεζα. Αλλά το απόγευμα.
Ήθελα κι άλλη λίγη λιακάδα στη Νικόπολη ως τότε…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.