«Θα δεις… θα δεις… βρέχει συνέχεια…» μου έλεγε ο φίλος μου ο Χρόνης. «Μα τι στο καλό;» έλεγα, «δεν σταματάει ποτέ η βροχή εκεί μέσα»; Μάλλον,έτσι φαίνεται. Γι αυτό το λένε Πάνταβρέχει. Αυτόν τον τόπο μέσα στο φαράγγι του Κρικελλοπόταμου, μέσα στα αδυσώπητα βουνά της Ευρυτανίας, μακριά από το Καρπενήσι.
Μπήκαμε στο τζιπ πρωί πρωί, σχεδόν με τον καφέ στα χέρια. Θέλαμε να προλάβουμε την λιακάδα. Ο δρόμος νότια από το Κλαψί περνάει από το Μουζίλο, χώνεται μέσα στα έλατα και μας χαρίζει την ωραιότερη θέα στην Καλιακούδα. Λίγο πριν την Ανιάδα ένας χωματόδρομος είναι η πύλη προς την περιπέτεια. Και αρχίζει το τράνταγμα…
Ο δρόμος διασχίζει ένα δάσος με έλατα. Είναι καλοσυντηρημένος και η οδήγηση είναι απολαυστική. Γρήγορα αρχίζουμε να ανηφορίζουμε στο βουνό. Ολόγυρα απλώνεται ένα πανόραμα από γυμνές πλαγιές, μεγάλες σάρες και αγριωπά φαράγγια. Ψηλά, αρκετά ψηλά, στο διάσελο στα 1720 μ. σταματάμε να ρουφήξουμε τον λεπτό αέρα και την πανοραμική θέα στις κορφές των Ευρυτανικών βουνών: το Βελούχι με την αιώνια ομίχλη του, την Χελιδόνα, τα Βαρδούσια, την Οίτη, το Παναιτωλικό. Ένας κυνηγός μας χαιρετάει. Δεν ακούσαμε καμιά τουφεκιά τόση ώρα. Τα πουλάκια της Καλιακούδας τη γλίτωσαν προς το παρόν.
Κατηφορίζουμε τις φουρκέτες του χωματόδρομου και φτάνουμε στα Δολιανά, ένα χωριό σχεδόν εγκαταλειμμένο. Το κανονικό του όνομα σήμερα είναι το κακόηχο Στουρνάρα (αντί το πιο εύηχο Δολιανά). Γρήγορα έμαθα το γιατί. «Το όνομα δόθηκε για τον Άγιο Γεράσιμο του Μεγάλου Χωριού. Ο οποίος λεγόταν Στουρνάρας και ήταν από δω» μου λέει ο Πητ Βαστάγης –ομογενής από το Κονέκτικατ – που τον συνάντησα μπροστά στην εκκλησούλα της Αγίας Βαρβάρας του 1717. Ο Πητ περνάει λίγες ακόμη μέρες του φθινοπώρου στο χωριό του πριν γυρίσει στην Αμερική.
Τα Δολιανά όπως τα περισσότερα χωριά της περιοχής άδειασάν μετά τον Εμφύλιο και οι κάτοικοι τους έφυγαν για το Μεγάλο Αμερικάνικο Όνειρο. Που για τους περισσότερους ήταν μια μεγάλη πιτσαρία «Εγώ έχω το EastSidePizza »μου λέει ο Πητ καμαρώνοντας για την επιτυχημένη επαγγελματική του πορεία.
Ο Πητ δεν είναι πια μόνιμος κάτοικος του χωριού. Ο κυρ Νίκος είναι. Ο ένας και μοναδικόςκάτοικος. Ο Νίκος Μουτογιάννης, μάζεψε φασολάκια από το μπαξέ του και μας τα μαγείρεψε με κατσικάκι. Πίνουμε ένα κρασί στο πέτρινο σπίτι στου. Σταχτιά μεγάλα λαγοτόμαρα και δίκαννα κρεμασμένα στους τοίχους, κραυγάζουν την αγάπη του νοικοκύρη για το κυνήγι. «Τα Δολιανά ήταν κάποτε το πιο πλούσιο χωριό της περιοχής γιατί είχε πολύ νερό. Είχε δύο μαγαζιά και μύλους.»
Τα Δολιανά έμπλεξαν πολύ χοντρά στη δίνη του τελευταίου εμφύλιου πολέμου (όπως και η ευρύτερη Ευρυτανία δηλαδή…). «Στον εμφύλιο εδώ είχαν τα έμπεδα οι αντάρτες.» διηγείται ο Νίκος. «Έκαναν δύο μήνες εκπαίδευση και έφευγαν για μάχες.»Λέει κι άλλα από τότε. Τα περισσότερα όχι ευχάριστα…
Κάτω από το μπαλκόνι του μεγάλες χρυσοπράσινες κολοκύθες λιάζονται σα μωρά στο καταπράσινο λίκνο των κλαριών τους. Στο κασετόφωνο ακούω κλαρίνα. «Τα Δολιανά και η Κοντίβα δεν είχαν μουσικούς, είχαν όμως ανθρώπους με χάρη..» λέει ο άνθρωπός μας. Και πίνει μια γουλιά.
Ε, ξεχαστήκαμε… Κι έχουμε περπάτημα. Και με τρώει η περιέργεια. Βρέχει η δε βρέχει στο Πανταβρέχει. «Τι διάβολο;» σκέφτομαι. Η μέρα είναι ηλιόλουστη. Με δουλεύουν;
Δίπλα στην κοίτη του Κρικελοπόταμου αφήνουμε το τζιπ και ετοιμαζόμαστε για canyoning: μαλακά παπούτσια για ποτάμι, μαγιό, ελαφρά αδιάβροχα σακίδια. Περπατάμε στις κατάλευκες κροκάλες της κοίτης με τα καφεπράσινα διάφανα νερά και γρήγορα – μόλις περάσουμε την πρώτη κρεμαστή γέφυρα – μπαίνουμε στο φαράγγι. Μυρίζει βρύα και δυόσμο. Σιωπηλοί και με τα κεφάλια υψωμένα χαζεύουμε τα εκπληκτικά πετρώματα τα σταχτιά και βυσσινιά ζωνάρια που σχεδιάζουν αφηρημένες εικόνες, τις πλαγιές που κλείνουν πάνω μας σαν ένας καθεδρικός ναός που σε εκμηδενίζει.
Σε λίγο το φως λιγοστεύει και μπροστά μας εμφανίζεται αυτό που λένε Πάνταβρέχει: ένα σύμπλεγμα από υδάτινες κουρτίνες, μικρούς καταρράκτες που σχηματίζουν σπήλαια και θόλους μέσα στο μαλακό ασβεστόλιθο ενώ ολόγυρα κληματσίδες, υγρά φυτά και βρύα σταλάζουν ασταμάτητα χοντρές σταγόνες νερό σαν μαργαριτάρια. Από πάνω η αλλόκοτη βλάστηση: σκουροπράσινοι χορταρένιοι πολυέλαιοι φτιαγμένοι με τις ρίζες των αιωρούμενων δέντρων αφήνουν το νερό να πέφτει με μια παγωμένη πνοή. Ο τόπος που πάντα βρέχει (όντως βρέχει, δίκιο είχαν όλοι…) μου θυμίζει Ταϊλάνδη, το πάρκο Phang Nga. Εξωτικό θέαμα όντως…
Σκέφτεστε να έρθετε να δείτε αυτό το σπάνιο διαμάντι της ευρυτανικής φύσης! Θέλετε 30’ περπάτημα μέσα στο ποτάμι (ρούχα και εξοπλισμός οπωσδήποτε!) και 30’ πίσω. Εύκολο είναι. Και εμάς μας φάνηκε εύκολο. Γι αυτό είπαμε να μη γυρίσουμε πίσω. Είναι ακόμη μεσημέρι. Ας συνεχίσουμε…
Στη συνέχεια αναγκαστήκαμε να κολυμπήσουμε στο παγωμένο νερό, μια διόλου ευχάριστη εμπειρία, ένα ξεπάγιασμ για την ακρίβεια. Γελάσαμε βέβαια (τι να κάναμε, γλεντάγαμε το πόνο μας…). Στο ποτάμι είδαμε αρκετά καβούρια, βατράχια και νεροφίδες, τα οποία όλα μας κοιτούσαν αληθινά περίεργα.
Όταν κρυώσαμε αρκετά αποφασίσαμε να γυρίσουμε, από μονοπάτι του βουνού. Φτάσαμε σε μια τσιμεντένια γέφυρα χωρίς ίχνος δρόμου (υπάρχουν κι άλλες τέτοιες στον Κρικελοπόταμο, οι οποίες χτίστηκαν περιμένοντας να γίνουν οι δρόμοι. Οι οποίοι δεν έγιναν ποτέ! Ελληνικός σουρεαλισμός…). Το μονοπάτι σχεδόν κάθετο με απότομες στροφές ανηφορίζει μέσα στις θεόπυκνες βελανιδιές και μας φέρνει σε ένα χωριό φάντασμα. Με τα πόδια βυθισμένα σε μια κινούμενη γη από βελανιδόφυλλα, καταϊδρωμένοι φτάνουμε στην Κοντίβα, ένα από τα ελάχιστα ορεινά χωριά της Ευρυτανίας στα οποία ποτέ δεν έφτασε δρόμος. Χωριό πλήρως εγκαταλειμμένο. Μερικά πανέμορφα σπίτια, μια εκκλησία. Μια παγωμένη ησυχία απλώνεται εδώ αυτό το ζεστό μεσημέρι. Πίνουμε λίγο νερό στη σκιά μιας κληματαριάς. Γύρω βλέπουμε χαράδρες, αδυσώπητα βουνά, θολές κορφές στον ήλιο: ένα τοπίο που συνθλίβει το βλέμμα.
Νυχτώνει πια. Κατηφορίζουμε στο τζιπ και κατάκοποι αρχίζουμε να μετράμε ανάποδα το χωματόδρομο για να γυρίσουμε στο Κλαψί.
Ωραία η βροχή στο Πανταβρέχει, τα καβούρια και το εξωτικό του πράγματος. Όμως εγώ τώρα θέλω ένα ζεστό, ζεστό μπάνιο…
Που βρίσκομαι;
Το Πανταβρέχει και το φαράγγι του Κρικελοπόταμου βρίσκονται νότια του Καρπενησίου ανάμεσα στα χωριά Στουρνάρα και Ροσκά. Ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσεις το φαράγγι είναι μέσω το χωριού Ανιάδα.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.