Το χωριό Πεντάλοφος, στο βουνό Βόιο, μου θύμιζε πάντα τα χωριά για τα οποία διαβάζαμε στα παλιά αναγνωστικά του δημοτικού μας σχολείου. Είναι γεμάτο παλιά πέτρινα σταχτιά σπιτάκια χτισμένα από τους σπουδαιότερους μαστόρους των Βαλκανίων (περισσότερα εδώ). Και οι γυναίκες της Πίνδου μου θυμίζουν τα παλιά μου αναγνωστικά. Και τι σύμπτωσις: ο Πεντάλοφος ήταν το χωριό τους.
Ο Πεντάλοφος στον ελληνοιταλικό πόλεμο ήταν κυριολεκτικά στο μάτι του κυκλώνα. Με τα ιταλικά τμήματα – η θρυλική μεραρχία Τζούλια – να βρίσκονται λίγο πιο έξω από το Επταχώρι, στον Πεντάλοφο έφταναν με μουλάρια – ο δρόμος έφτανε λίγο έξω από το Τσοτύλι – στρατός και εφόδια για να προωθηθούν στην πρώτη γραμμή. Στην γεμάτη αντιξοότητες μεταφορά συμμετείχαν κυρίως οι Πενταλοφίτισσες. Οι φάλαγγες των φορτωμένων γυναικών στις χειμωνιάτικες χαράδρες θα ήταν το υποβλητικότερο και συγκινητικότερο θέαμα εκείνου του πολέμου.
Πριν αρκετά χρόνια ανέβηκα ξανά εκεί στο Βόιο, ψηλά στις σταχτιές πλαγιές της φθινοπωρινής Πίνδου και συνάντησα μια από εκείνες τις θρυλικές γυναίκες του φοβερού χειμώνα του 1940. Πήγα σπίτι της και άκουσα τις ιστορίες της με δέος. Ήταν μια από τις άγνωστες ηρωίδες, από αυτές που υπερασπίστηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα όλα αυτά που ένοιωθαν ως πατρίδα. Ένοιωθα αλήθεια δέος γιατί δεν είχα συναντήσει αληθινούς ήρωες ως τότε…
Το όνομά της ήταν Φώτω Τσάντα. Ετών 87 τότε…
«Ήμουν 20 χρονών τότε, το ’40, ήμουν νιόπαντρη…
Έβρεχε. Ιιιι…, ο θεός μοναχός! Μουλάρια, κόσμος, στρατός, έφταναν στο Τσοτύλι φορτωμένα και τραβούσαν επάνω. Εμείς δουλεύαμε για το δρόμο. Παίρναμε τα κασόνια με τις σφαίρες στην πλάτη και μπρος, στο Επταχώρι, χωρίς ποδεσιά μέσα στα χιόνια. Με το κανόνι θέλαμε τρεις ώρες για το Επταχώρι, και παραπάνω….Όλες όσες μπορούσαν κουβαλούσαν. Οβίδες έπεφταν από πάνω αλλά ανεβαίναμε… Αυτά ως τότε που έσπασε το μέτωπο..
Φέρναμε και τραυματίες πίσω με φορεία. Το Δαβάκη Πενταλοφίτισσες τον κουβάλησαν από το Επταχώρι ως εδώ. «Να ζεσταθούν…να στεγνώσει ο κόσμος..» έλεγε.
Πως αντέχαμε; Πιστεύαμε… Από εκείνες τις γυναίκες δεν απομνήκαμε πολλές..
Να μη ρθει πάλι τέτοιος καιρός. Σήμερα τα παιδιά δεν αντέχουνε…».
Όταν βγήκα είχε συννεφιάσει. Έξω από την εστία το άγαλμα της γυναίκας της Πίνδου γυάλιζε από το ψιλόβροχο, στο χωριό των χωριών, εδώ που η λαϊκή αρχιτεκτονική της βόρειας Ελλάδας έχει εδώ και αιώνες την τρυφερή της κοιτίδα και οι πατριώτισσες του χωριού σαν την κυρά Φώτω Τσάντα τίμησαν το τόπο που γεννήθηκαν με τον πιο μεγαλειώδη τρόπο.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.