Όταν πρωτοείχα φτάσει στην Μονή Αγίας Τριάδας στο Βυθό, δίπλα στο χωριό Πεντάλοφος είχα φωτογραφίσει τα απολύτως σουρεαλιστικά λιθανάγλυφα στην είσοδο. Το μοναστήρι τότε ήταν κλειστό. Χρόνια μετά ξανάρθα εδώ με το φίλο μου το Χρήστο για φωτογράφο. Εδώ ζούσε τότε ο μοναχός Σεραφείμ. Και κάπως έτσι περάσαμε το πρωινό μας τότε. Με ένα μοναχό, ένα μεταβυζαντινό αγιογράφο και ένα λαϊκό λιθογλύπτη.
Οδηγούσαμε το τζιπ σ τις στροφές πάνω από τις χαράδρες με τις σκουριασμένες φθινοπωρινές βελανιδιές και ένας καλός χωματόδρομος μας οδήγησε στο ωραίο αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα μοναστήρι του Βυθού, στη δόξα της ζουπανιώτικης τέχνης. Το ναό έχτισε ο πρωτομάστορας Γεώργιος Κούστας και το στόλισε με λιθανάγλυφα ο θρυλικός Μίλιος Ζουπανιοπολίτης, το καμάρι της λαϊκής λιθογλυπτικής.
Ο Μίλιος δούλεψε και στο Πήλιο. Αυτός ο λαϊκός λιθοξόος σχεδίασε τους σοιυρεαλσιτικούς αγγέλους στο υέρθυρο του καθολικού πάνω σε σταχτιά ντόπια πέτρα.
«Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1700 ενώ υπήρχε παλαιότερο κάπου μακρύτερα στο όνομα των Ταξιαρχών από το 1550» μου έλεγε ο γλυκύτατος πάτερ Σεραφείμ Μαραγκίδης, ιερομόναχος, ηγούμενος μόνος νομεύς και ένοικος της Μονής τότε.Το σημερινό καθολικό χτίστηκε στα 1800.
Η εύρεση της εικόνας είναι – ως είθισται στα ορθόδοξα μοναστήρια – γεμάτη μύθους και ιστορίες που μας διηγείται με λαμπερά μάτια. Τα θεμέλια βρέθηκαν θεία βουλήσει σχεδιασμένα με κορδέλες και με την πρώτη πέτρα βαλμένη.
Ζούσε μόνος του ο Σεραφείμ αλλά όχι έρημος.
Οι φίλοι του τον συχνοέβλεπαν – ο μοναχός ήταν πολύ δημοφιλής στην πενταλοφίτικη κοινωνία – και εκείνη την ημέρα κάποιοι ήταν μαζεμένοι στο κουζινάκι. Φέρανε τα ξύλα της Μονής. Σαν τάμα το κάνουνε κάθε χρόνο, οι υλοτόμοι από το γειτονικό Βυθό.
Τη θυμάμαι ακόμη εκείνη την μέρα.
Η κουζίνα μοσχοβολάει καφέ καλογερίστικο και γαλέο πλακί στην ξυλόσομπα. Ένας θεόχοντρος «βακούφικος» γάτος σέρνεται ανάμεσα στα ράσα του Σεραφείμ.
Πριν φύγουμε θα δούμε στο καθολικό της Μονής τις εξαιρετικές τοιχογραφίες του χιοναδίτη ζωγράφου Μιχάλη. Λάμπουν τα χρυσά και τα πορφυρά στο απογευματινό φως. «Ο Μιχάλης ζωγράφισε και άλλες εκκλησίες αλλά εδώ δούλεψε και έζησε πάρα πολλά χρόνια μόνος του» διηγείται ο Σεραφείμ γαλήνιος στο στασίδι του. «Μόλις τελείωσε θέλησε να γυρίσει στο χωριό του αλλά λίγο έξω από το μοναστήρι πέθανε. Δε γύρισε στους Χιονιάδες, έμεινε δω που θέλησε ο θεός».
Οι Χιονιάδες, αυτό το μικρό χωριό της Πίνδου, έβγαλε ολόκληρες γενιές σπουδαίων αγιογράφων. Ο Μιχάλης ήταν ένας από αυτούς. Αλλα δεν γύρισε ποτέ πίσω στο χωριό του. Οι αγιογραφίες που απλώνονται μπροστά μας, αυτές οι λαϊκές γεμάτες χρώμα αφηγήσεις ήταν η τελευταία δουλειά του χρωστήρα του. Τις ζωγράφισε το 1802…
Πάνω από την πόρτα της εισόδου ο Άγιος Σισώης μονολογεί πάνω από τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η Αγία Μαρίνα προσπαθεί να διώξει μέσα από τις πτυχές του ρούχου της το δαίμονα. Ο Σεραφείμ κοιτάει σιωπηλός στο βάθος του ναού, τόσο όμοιος με τις τοιχογραφίες ολόγυρά του…
Που βρίσκομαι;
Ο Βυθός βρίσκεται δίπλα στο κεφαλοχώρι Πεντάλοφος (στη Δυτική Μακεδονία), μέσα από το οποίο περνάει ο παλιός κεντρικός δρόμος Καστοριάς – Ιωαννίνων.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.