Ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο ταξίδι στα Ψαρά εκείνο… Πάνε χρόνια από τότε και εγώ είχα διαβάσει για το νησί τον Ζακ Λακαριέρ που έλεγε το 1966 πως «μόνο και τ’ όνομα Ψαρά έφερνε στο μυαλό μου αυτά τα σχεδόν παρθένα, τα χαμένα ή ξεχασμένα νησιά, που θα πρέπει να σου δίνουν ακόμη μια γεύση νησιωτικής ζωής άλλων χρόνων…». Εγώ έφτασα πολύ αργότερα όμως και τότε είχα βρει ένα νησί ξεχασμένο απ’ όλους.
Οδηγούσα τη μοτοσικλέτα μου στο βορινό πιο έρημο κομμάτι του νησιού, έκανα έρευνα για το βιβλίο μου «Ανεξερεύνητη Χίος» (εκδόσεις Road). Κάποια στιγμή συνάντησα ένα αγρότη καβάλα στο γαϊδούρι του. Δεν είπαμε πολλά, δεν είπε κάτι ιδιαίτερο. Είπε όμως το όνομά του, Γιάννης Βρατσάνος. Ήταν ένα πού μακρινό δισέγγονο του Αντώνη Βρατσάνου.
Το βράδυ έμεινα στον παλιό κοινοτικό ξενώνα του ΕΟΤ μέρος του οποίου στεγάζεται στο παλιό κτήριο της Δημογεροντίας, που σώθηκε από την καταστροφή του 1824. Νότια από τον ξενώνα μου βρίσκεται η Μαύρη Ράχη. Άνοιξα τις σημειώσεις μου να ξαναδιαβάσω.
Όταν οι Τούρκοι του Χοσρέφ πασά ξεκίνησαν τη μεγάλη σφαγή στα Ψαρά, στα τέλη Ιουνίου του 1824, οι καταδιωκόμενοι επιζήσαντες πολεμιστές Ψαριανοί μαζί με όσα γυναικόπαιδα πρόλαβαν έφτασαν στο Παλιόκαστρο, το μεσαιωνικό οχυρό στη Μαύρη Ράχη. Εκεί αντιστάθηκαν όσο μπόρεσαν στις επιθέσεις των χιλιάδων Τούρκων αλλά δεν θα άντεχαν για πολύ. Ανάμεσα τους βρισκόταν ο Δημογέροντας των Ψαρών και μέλος της Φιλικής Εταιρείας Δημήτριος Βρατσάνος, και πολεμούσε με το γιό του Αντώνη. Όταν όλα έδειχναν χαμένα και ενώ το οχυρό ήταν γεμάτο Τούρκους, ο Αντώνιος Βρατσάνος μετά από διαταγή λένε του πατέρα του, έβαλε φωτιά στις δυο πυριτιδαποθήκες του οχυρού. Από την έκρηξη σκοτώθηκαν όλοι οι Ψαριανοί και σχεδόν όλοι οι Τούρκοι πολιορκητές. Μαζί τους και ο Βρατσάνος, ο τελευταίος πυρπολητής των Ψαρών. Αυτή ήταν η θρυλική Μαύρη Ράχη στην οποία αναφέρεται το διάσημο επίγραμμα του Διονύσιου Σολωμού. Εκεί που περπατά η Δόξα, μονάχη…
Πολλά χρόνια μετά, στις 21 Οκτωβρίου 1912 το αντιτορπιλικό Ιέραξ με κυβερνήτη τον Αντώνιο Βρατσάνο, εγγονό του τελευταίου πυρπολητή των Ψαρών απελευθέρωσε για πάντα το νησί από του Τούρκους και έφερε την Ελληνική σημαία στη Μαύρη Ράχη.
Ο κυρ Γιάννης που είδα νωρίτερα ήταν από πολύ δοξασμένο σόι…
Την επόμενη ημέρα το μελτέμι δυνάμωσε πολύ και η ακτοπλοϊκή σύνδεση με τη Χίο κόπηκε. Κάνοντας μια βόλτα το πρωί στο λιμάνι συνάντησα τα παιδιά του Λιμεναρχείου της Χίου, είχαν έρθει στα Ψαρά με το πλωτό τους και περίμεναν να μαλακώσει ο καιρός. Κουβέντα στην κουβέντα μας πήρε το μεσημέρι και με κάλεσα να φάμε μαζί σε μια ταβερνούλα, είχαν πάρει φρέσκιες σκορπίνες από ένα ψαρά νωρίτερα και ο ταβερνιάρης θα μας τις έκανε κακαβιά.
Αργότερα πέρασε και ο κυρ Γιάννης με το γαϊδουράκι του, είχα πει την ιστορία του στα παιδιά του Λιμενικού τον καλέσαμε να πιούμε ένα κρασί μαζί.
Μιλήσαμε για το νησί, για την ιστορία του, για την καταστροφή, για τον Κανάρη, τον Αποστόλη, το Νικόδημο, τον Παπανικολή, όλους τους θρυλικούς μπουρλοτιέρηδες.
«Είναι και ο μακρινός σου προπάππος κυρ Γιάννη, ο Αντώνης Βρατσάνος…» του είπαμε.
Ήπιε μια γουλιά και κοίταξε προς τη Μαύρη Ράχη.
«Από εκείνον έμεινε η σημαία παιδιά, η σημαία είναι ακόμη εκεί…»
Σηκώσαμε σιωπηλοί τα ποτήρια μας.
Η σημαία στη Μαύρη Ράχη ανέμιζε χαρμόσυνα στο μελτέμι…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.