Βράδιαζε όταν φτάσαμε στην Πυρσόγιαννη. Ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι κατέβαζε στοργικές μυρωδιές από τα δάση του Γράμμου. Το χωριό είναι η άτυπη πρωτεύουσα των μαστοροχωρίων, ένα από τα μεγαλύτερα και αναμφίβολα από τα ομορφότερα, αναγεννημένο μετά τις φροντισμένες – δεκαετείς περίπου – παρεμβάσεις. Στρίβουμε με ζόρι στα δρομάκια, με το καλοφτιαγμένο καλντερίμι. Πέτρινα σπίτια παντού, εκκλησίες και βουνά ολόγυρα.
Για όσους δεν γνωρίζουν η Πυρσόγιαννη ήταν και είναι το κέντρο για όλα τα Μαστοροχώρια. Από τον 16ο αιώνα το άγονο της γης και οι συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμού ώθησαν τους κατοίκους της περιοχής (δεξιά και αριστερά του Σαραντάπορου και έως το βουνό Γράμμος) να ασχοληθούν με το πελέκημα της πέτρας, του ξύλου, αλλά και το χτίσιμο. Για πάνω από 4 αιώνες οι μάστορες από την Πυρσόγιαννη και τα γύρω χωριά ταξίδευαν σε μπουλούκια χτίζοντας γεφύρια, εκκλησιές, καμπαναριά, μύλους, λιοτρίβια και φυσικά υπέροχα σπίτια. Καλλιτέχνες μοναδικοί με σπάνιες αρετές όσο αφορά την αισθητική και την αρχιτεκτονική στόλισαν την Ελλάδα, την Μικρά Ασία, την Περσία, την Αίγυπτο, το Σουδάν, την Αιθιοπία, τον Κονγκό, την Αμερική, αλλά και την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Υπάρχει μια φωτογραφία που δεν μπορεί, αν ταξιδέψετε στα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας, θα την δείτε μπροστά σας. 1927. Πυρσογιαννίτες και ηπειρώτες μάστοροι ποζάρουν μπροστά στο τούνελ διάνοιξης μιας σιδηροδρομικής σήραγγας στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ.
Αν και σήμερα η Πυρσόγιαννη προσπαθεί να αναβιώσει με κάθε δυνατό τρόπο την κληρονομιά της, είναι γεγονός ότι οι μάστοροι που μιλούσαν τα «κουδαρίτικα» για να μην τους καταλαβαίνουν τα αφεντικά, έχουν πια χαθεί. Τι να έγιναν μετά από εκείνα τα χρόνια τα μπουλούκια; Θα το διαβάσω αργά το βράδυ ξεφυλλίζοντας μια διήγηση του μάστορα Τάκη Γκουντή: « Τα μπουλούκια κοντά στο ’35 είχαν λιγοστέψει. Είχε σπάσει το παλιό δεν έβγαζαν λεφτά. Λιγόστεψαν κι οι καλοί πελεκάνοι. Σα να πούμε στέρεψε η πηγή. Από εκεί κι ύστερα κανείς δεν έμαθε πελέκημα. Μόνο μπετά και καλούπια ξέρουν οι καινούριοι μαστόροι. Στα χαμένα, δεν είναι τέχνη τα τσιμέντα. Τότε, με το Μεταξά και μετά, χάλασαν τα μπουλούκια, χάλασε και η τέχνη κι άρχισε να δουλεύει ο καθένας για πάρτη του…».
Είναι αργά και κλείνω το φως.