Το μεσημέρι στο Αμμούδι, κάτω από την περιλάλητη Οία στη Σαντορίνη, ήταν θολό από τους νοτιάδες. Χλιαρό και θαμπό με μια μυρωδιά που ερχόταν θαρρείς από τις ακτές της Αφρικής και τύλιγε στοργικά τους γκρεμούς της καλντέρας.
Καθόμασταν με την παρέα μας από την Κίνα και πίναμε ούζο περιμένοντας να διαλέξουμε ψάρι για το γεύμα μας. Ένας ευγενικός νεαρός ψαράς μας έφερε ένα καλάθι με τα καλούδια που μόλις είχε ξεφορτώσει από τη βάρκα του. Ένα μεγάλο λαχταριστό φαγκρί μας τράβηξε αμέσως την προσοχή. Γυάλιζε άγρια το μάτι του και στα στόμα είχε ακόμη την πετονιά με το αγκίστρι από το κομμένο παραγάδι. Το διαλέξαμε δίχως δισταγμό και καλέσαμε τον νεαρό να πιει ένα ούζο στα γρήγορα με μας.
Ένα κόκκινο καταμαράν έμπαινε αργά στο λιμανάκι για να ξεφορτώσει τους λιγοστούς πια τουρίστες. Ήταν μέσα Οκτώβρη. Το νησί ήταν ήσυχο και σκεπασμένο από ένα γκρίζο γλυκό φως.
Ο φίλος μας με τα φαγκριά ήταν πολυπράγμων και βαθύς γνώστης της ιστορίας. Ένας διανοούμενος παραγαδιάρης. Ω… τι αποκάλυψη….
«Να σας πω και την ιστορία του Ευφήμιου;» ρώτησε.
«Φυσικά..» είπαμε όλοι τσιμπολογώντας ένα ντοματοκεφτέ καθώς το φαγκρί μας αργοψηνόταν στα κάρβουνα. Ανάθεμα κι αν ξέραμε ποιος ήταν ο Ευφήμιος.
Λοιπόν κάποτε ο θεός Τρίτωνας (γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης) χάρισε στον Αργοναύτη Ευφήμιο ένα νησί στη μορφή ενός κουρελιού από ύφασμα. Παράξενο δώρο… Ο Ευφήμιος κράτησε το δώρο του Τρίτωνα μέσα στο χιτώνα του στο μέρος της καρδιάς. Στον ύπνο του όμως είδε ένα αλλόκοτο όνειρο. Είδε λέει πως θήλαζε το κουρέλι στο στήθος του με γάλα. Στη συνέχεια του ονείρου το κουρελάκι μεταμορφωνόταν σε μια γυναικάρα με την οποία ο Ευφήμιος έκανε έρωτα στον ύπνο του. Και το όνειρο συνεχίζεται…
Μετά τα ερωτικά δώσε πάρε η γυναίκα του είπε ότι ήταν η Καλλίστη κόρη του Τρίτωνα. Του είπε δε πως αν πετάξει το κουρελάκι στη θάλασσα αυτό θα γίνει νησί. Όταν ο Ευφήμιος ξύπνησε πήρε το κουρέλι και το πέταξε στη θάλασσα και…- ω της ακαταληψίας! -… ένα ωραίο νησί εμφανίστηκε. Ήταν η Θήρα….
Και ονομάστηκε Θήρα, λέει ο μύθος, από τον Θήρα έναν απόγονο του Ευφήμιου. «Και ιδού!» φώναξε ο ψαράς «…πως ένα βρώμικο κουρελάκι έγινε όλη αυτή η ομορφιά».
Πω… πω… τι ιστορία… Τι συνάντηση αλήθεια… Ο φοβερός μας ψαράς, έφυγε πίνοντας την τελευταία γουλιά από το ποτήρι του, τον ευχαριστήσαμε και γείραμε στις ψάθινες καρέκλες μας σιωπηλοί κοιτάζοντας τη Θηρασιά να τρέμει μέσα στη ζέστη του μεσημεριού.
Το μεγάλο φαγκρί προσγειώθηκε ζουμερό στο τραπέζι μας. Οι καλεσμένοι μας φώναξαν ενθουσιασμένοι.
Ήρθε η ώρα να πάρουν φωτιά τα smartphones!
Τα πιρούνια έπονται…
Που βρίσκομαι;
Μα στη Σαντορίνη, τον διασημότερο ταξιδιωτικό προορισμό της Ελλάδας! Ο συντομότερος τρόπος για να έρθεις εδώ είναι με αεροπλάνο από την Αθήνα (και από ένα σωρό αεροδρόμια στον κόσμο!).
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.