Ο τίτλος είναι του Διονύσιου Σολομού, από τον «Λάμπρο» του. Σαν σήμερα εννιά Φεβρουαρίου του 1857 πεθαίνει ο Σολομός και κάθε τέτοια ημέρα εκτός από τη μνήμη του τιμάμε και την ελληνική γλώσσα (η παγκόσμια ημέρα Ελληνικής γλώσσας γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 9 Φεβρουαρίου).
Για το blog thegreektraveller.com ο Σολομός δεν είναι μόνο ένας κορυφαίος ποιητής, είναι ένας από τους αγαπημένους ταξιδιωτικούς ποιητές της Ελλάδας. Γιατί μέσα από το έργο του μπορείς να δεις αγαπημένους τόπους της δυτικής Ελλάδας -πέρα από τη Ζάκυνθο και το Μεσολόγγι – με άλλα μάτια και να σε σπρώξει να κάνεις σε μέρη πασίγνωστα ένα άλλο, ασυνήθιστο, γοητευτικό και ανεπανάληπτο ταξίδι. Ένα φιλολογικό ταξίδι σε μια πολύ προσωπική γεωγραφία. Τιμής ένεκεν για τη σημερινή ημέρα, μνήμη του Σολομού και της Ελληνικής γλώσσας, ιδού ταξιδιώτες και ταξιδιώτισσες της Ελλάδας ένα αγαπημένο απόσπασμα από τον «Λάμπρο» του Διονύσιου Σολομού.
- Μοῦ φαίνεται πὼς πάω καὶ ταξιδεύω
Στὴν ἐρμιὰ τοῦ πελάγου εἰς τ᾿ ὄνειρό μου
Μὲ τὸ κῦμα, μὲ τσ᾿ ἄνεμους, παλεύω
Μοναχή, καὶ δὲ εἶσαι εἰς τὸ πλευρό μου·
Δὲ βλέπω μὲ τὸ μάτι ὅσο γυρεύω
Πάρεξ τὸν οὐρανὸ στὸν κίνδυνό μου·
Τόνε τηράω, βόηθα, τοῦ λέω, δὲν ἔχω
Πανί, τιμόνι, καὶ τὸ πέλαο τρέχω.
- Κι᾿ ὅτι τέτοια τοῦ λέω, μέσα μὲ θάρρος
Νά σου τὰ τρία τ᾿ ἀρσενικὰ πετιοῦνται·
Τοῦ καραβιοῦ τὰ ξύλα ἀπ᾿ τὸ βάρος
Τρίζουν τόσο, ποὺ φαίνεται καὶ σκιοῦνται·
Τότε προβαίνει ἀφεύγατος ὁ χάρος,
Καὶ στρυμωμένα αὐτὰ κρυφομιλιοῦνται,
Κι᾿ ἀφοῦ ἔχουν τὰ κρυφὰ λόγια ᾿πωμένα,
Λάμνουν μὲ κάτι κουπιὰ τσακισμένα.
- Μ᾿ ἕνα πικρὸ χαμόγελο στὸ στόμα
Ἔρχεται ἡ κόρη ἐκεῖ καὶ μὲ σιμώνει·
Τῆς τυλίζει ἕνα σάβανο τὸ σῶμα,
Ποὺ στὸν ἀέρα ὁλόασπρο φουσκώνει·
Ἀλλὰ πλιὰ χλωμιασμένο εἶναι τὸ χρῶμα
Τοῦ χεριοῦ ποὺ ὀμπροστά μου ἀντισηκώνει,
Καὶ τῆς τρέμει, ὅπως τρέμει τὸ καλάμι,
Δείχνοντας τὸ σταυρὸ στὴν ἀπαλάμη.
- Καὶ βλέπω ἀπ᾿ τὸ σταυρὸ καὶ βγαίνει αἷμα
Μαῦρο μαῦρο, καὶ τρέχει ὡσὰν τὴ βρύση
Μοῦ δείχνει ἡ κόρη ἀνήσυχο τὸ βλέμμα,
Τάχα πὼς δὲ μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσῃ.
Ὅσο ἐκειὰ τὰ κουπιὰ σχίζουν τὸ ῥέμα,
Τόσο τὸ κάνουν γύρω μου ν᾿ αὐξήσῃ·
Συχνοφέγγει ἀστραπή, σχίζει τὸ σκότος,
Καὶ τῆς βροντῆς πολυβουΐζει ὁ κρότος.
- Καὶ τὰ κύματα πότε μᾶς πηδίζουν,
Ποὺ στὰ νέφη σοῦ φαίνεται πὼς νἆσαι,
Καὶ πότε τόσο ἀνέλπιστα βυθίζουν,
Ποὺ νὰ μὴν ἀνοίξῃ ἡ κόλαση φοβᾶσαι·
Οἱ κουπηλάτες κατὰ μὲ γυρίζουν.
Βλασφημοῦν, καὶ μοῦ λένε: Ἀνάθεμά σε.
Ἡ θάλασσα ἀποπάνου μας πηδάει,
Καὶ τὸ καράβι σύψυχο βουλιάει.
- Μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια ἐνῷ σ᾿ ἐκείνη
Τὴν τρικυμιά, ποὺ μ᾿ ἄνοιξε τὸ μνῆμα,
Τινάζομαι μὲ βία, καὶ δὲ μ᾿ ἀφίνει
Νὰ βγάλω τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ κῦμα,
Βρίσκομαι ἡ ἔρμη ἀνάποδα στὴν κλίνη,
Ποὺ ἄλλες φορὲς τὴ ζέσταινε τὸ κρῖμα,
Καὶ πικρότατα κλαίω πὼς εἶναι δίχως
Τὸ στεφάνι, ποὺ μὤταξες, ὁ τοῖχος.