Ποια είναι; Πίνδος; Αρκαδία; Παρνασσός; Βαρδούσια; Γράμμος; Δυτική Ροδόπη; Οίτη; Ταϋγετος; Ο τίτλος ανήκει σε ένα βιβλίο που βρίσκεται εδώ και καιρό δίπλα από το κρεβάτι μου. Είναι ένα βιβλίο του πολυπράγμωνος Νίκου Δήμου, τα ογδοηκοστά γενέθλια του οποίου γιορτάστηκαν πρόσφατα με μια έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Αγαπάω τα κείμενα του Δήμου και τα βιβλία του. Ιδιαίτερα την “Τέλεια διαδρομή“, Θεωρία και ποίηση της αυτοκίνησης. Με αφορμή λοιπόν αυτή την έκθεση και την για δεκαετίες σημαντική παρουσία του Νίκου Δήμου στη ζωή των σκεπτόμενων ανθρώπων της Ελλάδας είπα να γράψω για την δική μου τέλεια διαδρομή. Και ο καιρός τώρα το φθινόπωρο είναι ιδανικός γι αυτήν…
Η τέλεια διαδρομή γίνεται σχεδόν πάντα με μοτοσικλέτα.
Η τέλεια διαδρομή βρίσκεται πάντα σε βουνό και ορεινούς δρόμους.
Η τέλεια διαδρομή γίνεται πάντα το φθινόπωρο ή την άνοιξη.
Τι θυμάμαι από τις τέλειες διαδρομές μου; Ιδού η περιγραφή της ωραιότερης πιο κάτω.
Που είναι;
Θα μπορούσε να είναι παντού: στον Κίσαβο και στο Μαυρόρεμα, στο Άσκιο και στο Βίτσι, στην κοιλάδα του Ασπορπόταμου και στον Κόζιακα, στο Σμόλικα και στο Βλαχοζάγορο, στο Βαρνούντα και στις κοιλάδες των Πρεσπών, στο Παναχαϊκό και στα μάυρα δάση του Ερύμανθου, στην καρδιά του Πάρνωνα και στα ορεινά χωριά της Τσακωνιάς, στα Κράβαρα, στην Χελιδόνα και το Βελούχι, στο βόρειο Πήλιο και στο Βενέτικο, στον Κάτω Όλυμπο και στο Μαίναλο.
Η τέλεια διαδρομή – όπως η παρακάτω – θα μπρούσε να είναι πολλές…
«… Ο ασφαλτόδρομος φιδογυρίζει, ο λαμπρός ήλιος ζεσταίνει τις καταπράσινες βουνοκορφές, στον δρόμο στοίβες με ξύλα, ένα ενυδρείο με πέστροφες και μικρά χωριά. Στο χωριό οι ταβέρνες καπνίζουν, οι οικοδομές αυξάνουν σαν τα πολύχρωμα χρυσάνθεμα, έλατα γύρω και το βουνό από πάνω τους θεόρατο.
Μπροστά μου βρίσκεται το ανατολικό μέρος του βουνού. Το πιο δασωμένο. Το πιο υπέροχο. Ακολουθώ μια εκπληκτική διαδρομή μέσα σε δάση με τις οξιές. Ολόγυρα συναντάω ρέματα σπαρμένα με πελώριους γρανίτες, δάση με σπίθες ήλιου που τρυπούν το βαθυπράσινο χαλί, στοίβες κομμένοι κορμοί με την ξινή μυρωδιά του χλωρού ξύλου, δρόμοι που μπαινοβγαίνουν στο σκοτάδι, αγναντεύουν για λίγο το πέλαγος και ξανά στα πράσινα, μια φούντα καστανιές, ένα ρυάκι με βατράχια και λιβελούλες, στεγνό χώμα, σιωπηλά ξέφωτα.
Μια ντουζίνα στροφές μετά οι χαράδρες με τα πουρνάρια, τους φράξους και τα έλατα σμίγουν σε μια μεγάλη κοιλάδα. Βαθιά στην καρδιά της κυλάει τα νερά του ο μεγάλος ποταμός: η κοίτη του κοκκινίζει από τα πλατάνια, άσπρες χοντρές κροκάλες στεγνώνουν στον ήλιο, ο ποταμός δεν έχει φουσκώσει ακόμη.
Η λαγκαδιά του καλόγερου αριστερά μας είναι πνιγμένη στα έλατα. Ανηφορίζουμε ολοένα, αποφεύγοντας τις ωραίες κατολισθήσεις, τα πελώρια ξεριζωμένα έλατα που οι βροχές κατρακύλησαν στο δρόμο, τα κοτρόνια. Μια πηγή, δυο τάφοι από τον εμφύλιο πόλεμο και σε λίγο βγαίνω στα αλπικά λιβάδια. Χρυσαφιά αγριόχορτα λυγίζουν τα κεφάλια τους στο χάδι του δροσερού γαρμπή. Ανηφορίζω ολοένα. Οι εικόνες εξαίσιες!. Η κλίμακα χάνεται . Τα μεγέθη επίσης. Μόνο αρχετυπικά βουνά ολόγυρα μέσα στον γαλανό ορίζοντα, με τα γεωλογικά υποστρώματα των βράχων τσαλακωμένα από τις τιτάνιες δυνάμεις αιώνων: ροζέ, τριανταφυλλιά, καφέ, σοκολατιά, λευκά, σταχτιά. Στο τέλος το διάσελο στα 2000 μέτρα περίπου. Η ευλογημένη φθινοπωρινή καλοκαιρία χαρίζει ένα πανόραμα από κορφές.
Αργά το απόγευμα φτάνω ως το καταφύγιο. Απόλυτη ησυχία απλώνεται στις γυμνές πλαγιές. Λίγα γελάδια πατάνε βαριά μέσα στις φτέρες. Ένα λεπτό διάφανο αεράκι μου παγώνει το πρόσωπο. Ολόγυρα το πανόραμα των ελληνικών βουνών βάφεται μοβ από το δειλινό. Το πιο ψηλό απ όλα με τις κορφές του χαμένες στα σύννεφα…
Από εδώ και κάτω θα κατηφορίσω στην κομητεία του λίθου, οδηγώντας δίπλα στη σπασμένη στουρναρόπετρα. Μυρίζει ζεστό χώμα, ρίγανη και προβατίλα. Και καμένο ξύλο. Σε λίγο φτάνω στις πρώτες στάνες. Σε λίγο βλέπω και το χωριό.
Πρέπει να βρώ κάπου να κοιμηθώ…»
Που βρίσκομαι;
Στην ορεινή Ελλάδακαι στα πιο άγνωστα και ανεξερεύνητα κομμάτια της.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.