Τα Τρίκαλα είναι μια πολύ ωραία πόλη με σημαντικά μνημεία και ωραίους ανθρώπους. Η παρακάτω ιστορία όμως δεν έχει σχέση με τα Τρίκαλα. Ο τίτλος ίσως σας ξενίσει βέβαια. Καταλαβαίνω. Ίσως σας πέφτει πολύ λόγιος, πολύ καθαρευουσιάνικος. Μην ανησυχείτε όμως η περίπτωση δεν είναι διόλου λόγια, σας διαβεβαιώ. Επίσης να διευκρινίσω στους βιαστικούς ότι ο κάλος του τίτλου είναι ο γνωστός που βγάζετε στο πόδι και ρίχνετε γαμοσταυρίδια όταν σας στενεύουν τα παπούτσια. Και δεν έχει σχέση με το αρχαίον κάλλος (τα δύο λάμδα…, ναι φυσικά). Και ξεκινώ…
Η ιστορία συμβαίνει στο εύανδρο και ευκλεές νότιο Πήλιο. Και στις υπέροχες, ερημικές ακτές ανατολικά από το αγαπημένο μου Τρίκερι, ένα χωριό θαλασσινών. «Οι Τρικεριώτες μη έχοντες τόπο γεωργήσιμο ζουν όλοι από τη θάλασσα. Της πρώτης και δεύτερης τάξεως έχουν καΐκια και πραγματεύονται στην Πόλη, της τρίτης τάξεως είναι σφουγγαράδες και χταποδάδες. Είναι κυβερνημένοι και πολύ πλούσιοι» γράφει στα 1795 η «Γεωγραφία Νεωτερική» των Δημητριέων. Αλλίονο όμως στις τρικεριώτικες θάλασσες συχνάζουν και μη θαλασσινοί σήμερα…
Ο ένας εκ των δυο ηρώων μας είναι θαλασσινός και δεινότατος ψαροτουφεκάς (εκ των αρίστων πανελληνίως παρακαλώ!) και βουτάει πολύ βαθιά, το κατείχε το μέρος και κολυμπούσε σε κάτι μέρη εκεί με χαοτικά βάθη. Βούτα και βούτα το αγόρι κάποια στιγμή βλέπει να έρχεται κατά πάνω του ένα ελεεινό πλεούμενο. Μπας και δεν τον είδε; Αντιθέτως. Τον είδε και γι αυτό ερχόταν κατά πάνω του. Ο φίλος μας περιμένει στην επιφάνεια εκνευρισμένος όταν ο άλλος τον πλησιάζει και αρχίζει έξαλλος τα βρισίδια.
-Ρε συ πίσιε, ρε συ δίξιε, τι κάνεις εδώ, που μου ξεψαρίζεις το παραγάδι…
Ο φίλος μας έμεινε σέκος:
– Ρε φίλε πιο παραγάδι; Και καλά που είναι το παραγάδι;
– Να εδώ κάτω είναι κοτζάμ παραγάδι. Δεν το βλέπεις;
Ο αγαθοβιόλης καπετάνιος νόμιζε ότι το παραγάδι είναι τόσο εμφανές όσο μια Πόρσε σε ένα κοτέτσι. Όμως στα οχτώ τάρταρα που βρισκόταν ο δύτης δεν φαινόταν τίποτε. Ξέχασα επίσης να σας πω ότι ο φίλος μας βούταγε εκεί στα 30 -35+ μέτρα, εκεί που το παραγάδι δεν το έβλεπαν ούτε τα ψάρια ούτε ο Ποσειδώνας. Η κουβέντα στην επιφάνεια συνεχιζόταν όμως.
– Ρε φίλε που να δω το παραγάδι εδώ στα μαύρα βάθη; Μήπως έχει καμιά σημαδούρα να το δω;
-Έχει, πως δεν έχει; Να εκεί κάτω είναι….., λέει ο κάπταιν και δείχνει ένα βρωμοπλαστικομπετόνι μίλια μακριά, στου διαβόλου τη μάνα κι ακόμη παραπέρα.
Ο φίλος μας κατάλαβε μέσα από τη βρεγμένη του μάσκα πως αντίκριζε την ενσάρκωση της ανθρώπινης βλακείας. Και τότε κάπως θυμωμένος κιόλας σκέφτηκε πως, τι σκατά, αυτός δεν είναι θαλασσινός είναι βοσκός, ποιμήν…, μάλλον θα ήρθε από μέρος που δεν έχει θάλασσα, οπότε τον ρωτάει το αμίμητο:
-Άσε ρε μάστορα. Μα δε μου λες μήπως είσαι από τα Τρίκαλα;
-Ναι ρε συ. Που το κατάλαβες; Έχουμε γνωριστεί?, απάντησε ο καπετάν Λαχτάρας που δεν κατάλαβε την ειρωνεία της ερώτησης, την οποία την κατάλαβαν ως και οι πεταλίδες.
Ο φίλος μας κοκάλωσε σαν να τον χτύπησαν με εικοσάκιλο σαλάχι στο κεφάλι (χλάαααατςςς) και κατάλαβε πως είναι εντελώς desperate case ο τύπος στη βάρκα. Συνέχισε το ψάρεμα του καθώς ο Τρικαλινός ψαράς έφευγε και ο Θεός από ψηλά από το Πήλιο γέλαγε με τα ψώνια που αρμενίζουν στο Αιγαίο κατακαλόκαιρο.
«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε το Σακαφλιά…» τραγούδαγε ο μέγας Τσιτσάνης και όχι τραγούδια για θάλασσα, θαλασσινούς και ψαράδες, διότι ψαράδες στα Τρίκαλα δεν είχε τότε. Ο παραγαδιάρης εκ Τρικάλων που θα ξέρει και το τραγούδι θα μπορούσε να εντρυφήσει και σε άλλα σπορ όπως το ποδήλατο, που το αγαπάνε πολύ στα Τρίκαλα και έτσι ίσως πάψει να κάνει τη ζωή ποδήλατο σε κάτι φουκαράδες θαλασσινούς. Μια χαρά είναι τα Τρίκαλα αγαπητέ ναύαρχε. Κάτσε στον κάμπο σου και μη θαλασσοδέρνεσαι με παραγάδια και άλλα τέτοια εργαλεία του διάβολου. Και άσε το Τρίκερι στους θαλασσινούς του…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.