Ένα σημαντικό κομμάτι της πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς είναι τα μονοπάτια του βουνού. Επίσης ένα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή πρόσωπα του Πηλίου βρίσκεται στην Τσαγκαράδα και στην γειτονιά της. Ε, κι εμείς είπαμε να ταιριάξουμε αυτά περπατώντας σε ένα θαυμάσιο μονοπάτι.
Η πλατεία της Αγίας Παρασκευής είναι έρημη και μόνη ξημερώνοντας. Κι ο πελώριος χιλιόχρονος πλάτανος με τα 14 μέτρα διάμετρο είναι άδειος από την πιτσιρικαρία που συνήθως κρέμεται στα κλαριά του. Ξεκινάμε το περπάτημα στο παλιό καλντερίμι που συνέδεε την Τσαγκαράδα με τη Νταμούχαρη. Τα καλντερίμια του Πηλίου δεν ήταν βέβαια μονοπάτια για ορειβάτες. «Όλο το εμπόριο του Πηλίου γινόταν μέσα από τα καλντερίμια» μου λέει ο οδηγός βουνού Δημήτρης Βαραλής. «Ήταν οι εθνικοί οδοί επικοινωνίας των χωριών. Δεν ήταν απλώς μονοπάτια γιατί αυτά λόγω της οργιώδους βλάστησης έκλειναν. Γι αυτό έφτιαχναν τα καλντερίμια πακτώνοντας τα μονοπάτια με πέτρες: αντί να φυτεύουν λουλούδια φύτευαν πέτρες. Ανάλογα με το μέγεθος του καλντεριμιού βλέπεις πόσο σημαντικός εμπορικός δρόμος ήταν. Για παράδειγμα το καλντερίμι Βόλος – Ζαγορά είναι πολύ φαρδύ: έπρεπε να χωράει δύο μουλάρια φορτωμένα». Πολλά από τα καλντερίμια του Πηλίου φτιάχτηκαν από χρήματα των εύπορων ξενιτεμένων τέκνων του βουνού. «Οι Ζουπανιώτες μάστοροι έμαθαν την τέχνη της πέτρας και του καλντεριμιού στους ντόπιους» τονίζει ο Δημήτρης.
Κατηφορίζουμε μέσα στην πυκνή βλάστηση και σε γειτονιές σιωπηλές κρυμμένες μέσα στους σταχτοκόκκινους θάμνους. Η κυρία Παρασκευούλα Γιοβάνη πρωινή πρωινή κόβει κισσούς για τα ταΐσει τη γίδα της. «Πιο καλά το καλοκαίρι…» μου φωνάζει αναπολώντας τις φωνές του κόσμου που γέμιζε τότε το χωριό. Καστανιές και λιόπουρνα απλώνονται τριγύρω και πιο κάτω η άσφαλτος κόβει δυο τρεις φορές το μονοπάτι. Οι δρόμοι κατάστρεψαν πολλά καλντερίμια αναπόφευκτα. Σε λίγο το καλντερίμι μας κατεβάζει στην πλατεία της Αγίας Κυριακής. Πέτρινη σιωπή απλώνεται γύρω από την μεγάλη εκκλησία και το παλιό κλειστό πια καφενείο και μόνο το νερό της πηγής μέσα από την άσπρη μαρμάρινη λιονταροκεφαλή σπάει τη σιγαλιά. Πιο κάτω το μονοπάτι αφήνει τα τελευταία σπίτια γίνεται πιο απότομο και βουτάει σε μια καταπράσινη ρεματιά. Ξαναβγαίνει και ω… της απόλαυσης συνεχίζει σε μια ράχη με θέα σε όλο το ανατολικό Πήλιο. Πουρνάρια, κουμαριές, βελανιδιές σπάρτα, θαμνοκυπάρισσα, δάφνες, σκεπάζουν τις πλαγιές και το καλντερίμι κατηφορίζει στο τελευταίο και απολύτως εντυπωσιακό του κομμάτι, όπου φαίνεται καλά και όλη η μαστοριά των τεχνιτών: το πώς έφτιαξαν τα καγκιόλια (φιδωτές στροφές), πως έκαναν τις πλαϊνές αντιστηρίξεις. «Όλες οι πέτρες είναι πακτωμένες μισό μέτρο στο χώμα, δεν φεύγουν με τίποτε» σημειώνει ο Δημήτρης. «Σήμερα δεν γίνονται τέτοια. Το τσιμέντο και οι πλακοστρώσεις στα νέα μονοπάτια υποχωρούν…».
Πατώντας πάνω στις γλυμμένες από τα χρόνια πέτρες φτάνουμε στην γλυκιά Νταμούχαρη. Η θάλασσα ακίνητη μόλις αγγίζει τα χοντρά χοχλάδια της νότιας ακρογιαλιάς. Πέτρινες φολιδωτές στέγες ξεπηδάνε μέσα από τον ήσυχο ελαιώνα. Το λιμανάκι είναι άδειο, οι βάρκες τραβηγμένες, ο βυθός αστράφτει σαν κρύσταλλο με βελούδινα ακίνητα φύκια. Η Νταμούχαρη είναι το μοναδικό φυσικό και ασφαλές λιμάνι της ανατολικής ακτής του Πηλίου. Και το μικρότερο επίσης. Από εδώ γινόταν το εμπόριο των γύρω χωριών. Ψυχή δεν υπάρχει σήμερα στον έρημο γιαλό. Μόνο ένας μπάρμπας μαστορεύει το υπόσαθρο πλεούμενό του στην βορινή άκρη του όρμου. «Ποια ήταν η Κλεοπάτρα της Νταμούχαρης ρε μάστορα;» ρωτάω. «Ήταν μια ελληνορουμάνα πριγκίπισσα που παντρεύτηκε ο καπετάνιος, ο Βαϊνόπουλος. Έφτιαξε εδώ σπίτι και την έφερε. Μα δεν βάστηξε. Και πέθανε από το μαράζι…»
Ε ρε κατακαημένη Κλεοπάτρα… Από το Βουκουρέστι στη Νταμούχαρη μεσολαβούν μερικοί αιώνες πολιτισμού. Πώς να αντέξεις; Όπως κι εμείς. Δεν αντέχουμε την αδιανόητα ανηφορική επιστροφή με το καλντερίμι. Το κορνάρισμα της Τόνιας που ήρθε να μας μαζέψει μας θυμίζει τον πολιτισμό και στέλνει τους στοχασμούς μου στο βυθό.
Το πάν είναι να ζεις την εποχή σου…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.